- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κωμήτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: kōmētēs 고전 발음: [꼬:메:떼:] 신약 발음: [꼬메떼]

기본형: κωμήτης κωμήτου

형태분석: κωμητ (어간) + ης (어미)

어원: κώμη

  1. 동포, 시골 사람, 촌사람
  1. villager, countryman
  2. (urban) inhabitant of the same quarter or district

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κωμήτης

동포가

κωμήτα

동포들이

κωμῆται

동포들이

속격 κωμήτου

동포의

κωμήταιν

동포들의

κωμητῶν

동포들의

여격 κωμήτῃ

동포에게

κωμήταιν

동포들에게

κωμήταις

동포들에게

대격 κωμήτην

동포를

κωμήτα

동포들을

κωμήτας

동포들을

호격 κωμῆτα

동포야

κωμήτα

동포들아

κωμῆται

동포들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνθαῦτα ξείνια Νεάρχῳ προσφέρουσιν οἱ κωμῆται πρόβατα καὶ ἰχθύας: (Arrian, Indica, chapter 26 7:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 26 7:1)

  • Ῥωμύλος μὲν οὖν τὸν χρόνον τοῦτον ἐτύγχανεν ἅμα τοῖς ἐπιφανεστάτοις τῶν κωμητῶν πεπορευμένος εἴς τι χωρίον Καίνιναν ὀνομαζόμενον ἱερὰ ποιήσων ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ πάτρια: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 79 19:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 79 19:3)

  • τοῦτο δὲ καθαρμόν τινα τῶν κωμητῶν πάτριον ἐδύνατο, ὡς καὶ νῦν ἔτι δρᾶται. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 80 1:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 80 1:2)

  • Θέσπις ὅδε, τραγικὴν ὃς ἀνέπλασε πρῶτος ἀοιδὴν κωμήταις νεαρὰς καινοτομῶν χάριτας, Βάκχος ὅτε τριετῆ ^ κατάγοι χορόν, ᾧ τράγος ἄθλων χὠττικὸς ἦν σύκων ἄρριχος ἆθλον ἔτι. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4101)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4101)

  • Θύρσις ὁ κωμήτης, ὁ τὰ νυμφικὰ μῆλα νομεύων, Θύρσις ὁ συρίζων Πανὸς ἴσον δόνακι, ἔνδιος οἰνοπότης σκιερὰν ὑπὸ τὰν πίτυν εὕδει: (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 7031)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 7031)

유의어

  1. 동포

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION