헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κῦμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κῦμα κύματος

형태분석: κυματ (어간)

어원: ku/w

  1. 물결, 파도, 결, 두덩, 놀
  1. swell, wave, billow, (figuratively) a wave or flood of men
  2. (in Tragedy) wave of adversity

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κῦμα

물결이

κύματε

물결들이

κύματα

물결들이

속격 κύματος

물결의

κυμάτοιν

물결들의

κυμάτων

물결들의

여격 κύματι

물결에게

κυμάτοιν

물결들에게

κύμασιν*

물결들에게

대격 κῦμα

물결을

κύματε

물결들을

κύματα

물결들을

호격 κύμα

물결아

κύματε

물결들아

κύματα

물결들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτό τε οὖν φυλακτέον τῷ λέγοντι, καὶ προσέτι μὴ καὶ τὴν φωνὴν αὐτὴν ἐπιταράττηται ^ ἐν οὕτωσ εὐφώνῳ καὶ ἠχήεντι οἴκῳ λέγων ἀντιφθέγγεται γὰρ καὶ ἀντιφωνεῖ καὶ ἀντιλέγει, μᾶλλον δὲ ἐπικαλύπτει τὴν βοήν, οἱο͂́ν τι καὶ σάλπιγξ δρᾷ τὸν αὐλόν, εἰ συναυλοῖεν, ἢ τοὺσ κελευστὰσ ἡ θάλαττα, ὁπόταν πρὸσ κύματοσ ἦχον ἐπᾴδειν τῇ εἰρεσίᾳ θέλωσιν ἐπικρατεῖ γὰρ ἡ μεγαλοφωνία καὶ κατασιωπᾷ τὸ ἧττον. (Lucian, De Domo, (no name) 16:3)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 16:3)

  • μὲν σχῆμα περιαγὲσ ὡσ ἁλιευτικοῦ κύρτου καὶ πρόμηκεσ ἀπεργάζεται, τῇ δ’ ἁρμονίᾳ καὶ πυκνότητι συμφράξασα τὰσ ἀκάνθασ ἀκριβῶσ ὑπέθηκε τῷ κλύσματι τοῦ κύματοσ, ὡσ τυπτόμενον ἡσυχῆ καὶ πηγνύμενον τὸ πίλημα τῆσ ἐπιφανείασ στεγανὸν γένηται· (Plutarch, De amore prolis, section 2 3:1)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 2 3:1)

  • τῇ δ’ ἁρμονίᾳ καὶ πυκνότητι συμφράξασα τὰσ ἀκάνθασ ἀκριβῶσ ὑπέθηκε τῷ κλύσματι τοῦ κύματοσ, ὡσ τυπτόμενον ἡσυχῆ καὶ πηγνύμενον τὸ πίλημα τῆσ ἐπιφανείασ στεγανὸν γένηται· (Plutarch, De amore prolis, section 2 8:1)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 2 8:1)

  • ἐπεὶ δὲ ἤδη σφᾶσ κατὰ τὴν Ζάκυνθον εἶναι ἀπὸ ψιλῆσ τῆσ κεραίασ πλέοντασ, ἔτι καὶ σπείρασ τινὰσ ἐπισυρομένουσ, ὡσ τὸ ῥόθιον ἐπιδέχεσθαι τῆσ ὁρμῆσ, περὶ μέσασ νύκτασ οἱο͂ν ἐν τοσούτῳ σάλῳ ναυτιάσαντα τὸν Δάμωνα ἐμεῖν ἐκκεκυφότα ἐσ τὴν θάλασσαν εἶτα, οἶμαι, τῆσ νεὼσ βιαιότερον ἐσ ὃ ἐκεκύφει μέροσ ἐπικλιθείσησ καὶ τοῦ κύματοσ συναπώσαντοσ, ἐκπεσεῖν αὐτὸν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἐσ τὸ πέλαγοσ, οὐδὲ γυμνὸν τὸν ἄθλιον,^ ὡσ ἂν καὶ ῥᾷον δύνασθαι νεῖν. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 19:8)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 19:8)

  • ἅλμαν δ’ ὕπερθεν τεᾶν κομᾶν βαθεῖαν παριόντοσ κύματοσ οὐκ ἀλέγεισ οὐδ’ ἀνέμου φθόγγον, πορφυρέᾳ κείμενοσ ἐν χλανίδι πρὸσ κόλπῳ καλὸν πρόσωπον. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2643)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2643)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION