헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κῦμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κῦμα κύματος

형태분석: κυματ (어간)

어원: ku/w

  1. 물결, 파도, 결, 두덩, 놀
  1. swell, wave, billow, (figuratively) a wave or flood of men
  2. (in Tragedy) wave of adversity

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κῦμα

물결이

κύματε

물결들이

κύματα

물결들이

속격 κύματος

물결의

κυμάτοιν

물결들의

κυμάτων

물결들의

여격 κύματι

물결에게

κυμάτοιν

물결들에게

κύμασιν*

물결들에게

대격 κῦμα

물결을

κύματε

물결들을

κύματα

물결들을

호격 κύμα

물결아

κύματε

물결들아

κύματα

물결들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ διὰ πνεύματοσ τοῦ θυμοῦ σου διέστη τὸ ὕδωρ. ἐπάγη ὡσεὶ τεῖχοσ τὰ ὕδατα, ἐπάγη τὰ κύματα ἐν μέσῳ τῆσ θαλάσσησ. (Septuagint, Liber Exodus 15:8)

    (70인역 성경, 탈출기 15:8)

  • εἶπε, καὶ ἔστη πνεῦμα καταιγίδοσ, καὶ ὑψώθη τὰ κύματα αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 106:25)

    (70인역 성경, 시편 106:25)

  • καὶ ἐπέταξε τῇ καταιγίδι, καὶ ἔστη εἰσ αὔραν, καὶ ἐσίγησαν τὰ κύματα αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 106:29)

    (70인역 성경, 시편 106:29)

  • εἶπα δὲ αὐτῇ. μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ̓ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα. (Septuagint, Liber Iob 38:11)

    (70인역 성경, 욥기 38:11)

  • Πλοῦν τισ πάλιν στελλόμενοσ καὶ ἄγρια μέλλων διοδεύειν κύματα, τοῦ φέροντοσ αὐτὸν πλοίου σαθρότερον ξύλον ἐπιβοᾶται. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:1)

    (70인역 성경, 지혜서 14:1)

  • ἄβυσσοσ ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰσ φωνὴν τῶν καταῤῥακτῶν σου, πάντεσ οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ̓ ἐμὲ διῆλθον. (Septuagint, Liber Psalmorum 41:8)

    (70인역 성경, 시편 41:8)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION