헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κραναός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κραναός κραναή κραναόν

형태분석: κρανα (어간) + ος (어미)

  1. 거친, 딱딱한, 거센
  2. 거친, 거센, 딱딱한
  1. (poetic) rocky, rugged
  2. (substantive) turtle shell
  3. rough, stinging

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κραναός

거친 (이)가

κραναή

거친 (이)가

κραναόν

거친 (것)가

속격 κραναοῦ

거친 (이)의

κραναῆς

거친 (이)의

κραναοῦ

거친 (것)의

여격 κραναῷ

거친 (이)에게

κραναῇ

거친 (이)에게

κραναῷ

거친 (것)에게

대격 κραναόν

거친 (이)를

κραναήν

거친 (이)를

κραναόν

거친 (것)를

호격 κραναέ

거친 (이)야

κραναή

거친 (이)야

κραναόν

거친 (것)야

쌍수주/대/호 κραναώ

거친 (이)들이

κραναᾱ́

거친 (이)들이

κραναώ

거친 (것)들이

속/여 κραναοῖν

거친 (이)들의

κρανααῖν

거친 (이)들의

κραναοῖν

거친 (것)들의

복수주격 κραναοί

거친 (이)들이

κρανααί

거친 (이)들이

κραναά

거친 (것)들이

속격 κραναῶν

거친 (이)들의

κραναῶν

거친 (이)들의

κραναῶν

거친 (것)들의

여격 κραναοῖς

거친 (이)들에게

κρανααῖς

거친 (이)들에게

κραναοῖς

거친 (것)들에게

대격 κραναούς

거친 (이)들을

κραναᾱ́ς

거친 (이)들을

κραναά

거친 (것)들을

호격 κραναοί

거친 (이)들아

κρανααί

거친 (이)들아

κραναά

거친 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἀν Χάρισι δὲ Κραναόν τινα συγκαταλέγει οὕτωσ αὐτῷ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 10 2:8)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 10 2:8)

  • ἣ δ’ αἰνὸν ἔχει χόλον, οὐδὲ θεοῖσι μίσγεται, ἀλλ’ ἀπάνευθε θυώδεοσ ἔνδοθι νηοῦ ἧσται Ἐλευσῖνοσ κραναὸν πτολίεθρον ἔχουσα. (Anonymous, Homeric Hymns, 37:3)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 37:3)

  • γίνονται δὲ ἐκ Πύρρασ Δευκαλίωνι παῖδεσ Ἕλλην μὲν πρῶτοσ, ὃν ἐκ Διὸσ γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι, <δεύτεροσ δὲ> Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν βασιλεύσασ τῆσ Ἀττικῆσ, θυγάτηρ δὲ Πρωτογένεια, ἐξ ἧσ καὶ Διὸσ Αἔθλιοσ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 7 2:11)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 7 2:11)

  • γενομένησ δὲ ἔριδοσ ἀμφοῖν περὶ τῆσ χώρασ, διαλύσασ Ζεὺσ κριτὰσ ἔδωκεν, οὐχ ὡσ εἶπόν τινεσ, Κέκροπα καὶ Κραναόν, οὐδὲ Ἐρυσίχθονα, θεοὺσ δὲ τοὺσ δώδεκα. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 14 1:5)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 14 1:5)

  • Κραναὸν δὲ ἐκβαλὼν Ἀμφικτύων ἐβασίλευσε· (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 14 6:1)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 14 6:1)

유의어

  1. 거친

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION