- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόρος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: koros 고전 발음: [꼬로] 신약 발음: [꼬로]

기본형: κόρος κόρου

형태분석: κορ (어간) + ος (어미)

  1. 과도, 초과, 지나침, 충만
  2. 오만, 거만, 자부심
  1. being satisfied, satiety, surfeit
  2. insolence, petulance

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόρος

과도가

κόρω

과도들이

κόροι

과도들이

속격 κόρου

과도의

κόροιν

과도들의

κόρων

과도들의

여격 κόρῳ

과도에게

κόροιν

과도들에게

κόροις

과도들에게

대격 κόρον

과도를

κόρω

과도들을

κόρους

과도들을

호격 κόρε

과도야

κόρω

과도들아

κόροι

과도들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατὰ γὰρ τὸν σοφὸν Πλάτωνα κόρος οὐδεὶς τῶν καλῶν. (Lucian, Dipsades 15:4)

    (루키아노스, Dipsades 15:4)

  • καίτοι τάς γε ἀπάτας, ὦ Ἑρμῆ, τὰς τοιαύτας συμποτικὰς οὔσας οὐ χρή, οἶμαι, ἀπομνημονεύειν, ἀλλ εἰ καί τι ἡμάρτηται μεταξὺ εὐωχουμένων, παιδιὰν ἡγεῖσθαι καὶ αὐτοῦ ἐν τῷ συμποσίῳ καταλιπεῖν τὴν ὀργὴν ἐς δὲ τὴν αὔριον ταμιεύεσθαι τὸ μῖσος καὶ μνησικακεῖν καὶ ἑώλόν τινα μῆνιν διαφυλάττειν, ἄπαγε, οὔτε θεοῖς πρέπον οὔτε ἄλλως βασιλικὸν ἢν γοῦν ἀφέλῃ τις τῶν συμποσίων τὰς κομψείας ταύτας, ἀπάτην καὶ σκώμματα καὶ τὸ διασιλλαίνειν καὶ ἐπιγελᾶν, τὸ καταλειπόμενόν ἐστι μέθη καὶ κόρος καὶ σιωπή, σκυθρωπὰ καὶ ἀτερπῆ πράγματα καὶ ἥκιστα συμποσίῳ πρέποντα. (Lucian, Prometheus, (no name) 8:1)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 8:1)

  • κἀπειδὴ κόρος ἦν, ἀνεπαυόμεθα ὡς εἶχεν ἕκαστος ἱκανῶς ὑποβεβρεγμένοι. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 27:5)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 27:5)

  • φησὶ γὰρ ὁ φυσικός ἤδη γάρ ποτ ἐγὼ γενόμην κούρη τε κόρος τε, θάμνος τ οἰωνός τε καὶ ἐξ ἁλὸς ἔμπορος ἰχθύς. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 692)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 692)

  • ἀνιαρὸν γὰρ ὁ κόρος καὶ τῶν πάνυ ἡδέων, ἡ δὲ συμμετρία πανταχῇ χρήσιμον. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 51 2:2)

    (디오니시오스, , chapter 51 2:2)

유의어

  1. 과도

  2. 오만

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION