- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοπρία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kopria 고전 발음: [리아] 신약 발음: [리아]

기본형: κοπρία

형태분석: κοπρι (어간) + α (어미)

  1. 두엄, 똥거름
  1. a dunghill

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κοπρία

두엄이

κοπρία

두엄들이

κοπρίαι

두엄들이

속격 κοπρίας

두엄의

κοπρίαιν

두엄들의

κοπριῶν

두엄들의

여격 κοπρίᾳ

두엄에게

κοπρίαιν

두엄들에게

κοπρίαις

두엄들에게

대격 κοπρίαν

두엄을

κοπρία

두엄들을

κοπρίας

두엄들을

호격 κοπρία

두엄아

κοπρία

두엄들아

κοπρίαι

두엄들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀπὸ λόγων ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ μὴ φοβηθῆτε, ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ εἰς κοπρίαν καὶ εἰς σκώληκας. (Septuagint, Liber Maccabees I 2:62)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 2:62)

  • οὐ θέλεις οὖν ῥιφῆναί που καὶ αὐτὸς ἐπὶ κοπρίαν ὡς σκεῦος ἄχρηστον, ὡς κόπριον· (Epictetus, Works, book 2, 5:5)

    (에픽테토스, Works, book 2, 5:5)

  • ὥστε ἄν σοι δοκῇ καὶ ἐνθυμηθῇς τι τοιοῦτον, κοπρίαν μᾶλλον περιβλέπου κομψήν, ἐν ᾗ πυρέξεις, ἀποσκέπουσαν τὸν βορέαν, ἵνα μὴ περιψυγῇς. (Epictetus, Works, book 3, 65:1)

    (에픽테토스, Works, book 3, 65:1)

  • οὔτε εἰς γῆν οὔτε εἰς κοπρίαν εὔθετόν ἐστιν: (, chapter 14 37:1)

    (, chapter 14 37:1)

  • καταποθέντων δὲ καὶ διαλυθέντων τὰ ναυάγια παρασύρεται πρὸς ᾐόνα τῆς Ταυρομενίας, ἣν καλοῦσιν ἀπὸ τοῦ συμπτώματος τούτου Κοπρίαν. (Strabo, Geography, Book 6, chapter 2 6:8)

    (스트라본, 지리학, Book 6, chapter 2 6:8)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION