헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόκκος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόκκος κόκκου

형태분석: κοκκ (어간) + ος (어미)

  1. 씨앗, 씨, 곡물, 낟알
  2. 고환, 불
  1. grain, seed, kernel
  2. The kermes oak
  3. insects of the genus Kermes, which live on the oak.
  4. A scarlet dye made from the crushed bodies of the kermes bugs
  5. scarletberry, Solanum dulcamara
  6. the colour scarlet
  7. testicle

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόκκος

씨앗이

κόκκω

씨앗들이

κόκκοι

씨앗들이

속격 κόκκου

씨앗의

κόκκοιν

씨앗들의

κόκκων

씨앗들의

여격 κόκκῳ

씨앗에게

κόκκοιν

씨앗들에게

κόκκοις

씨앗들에게

대격 κόκκον

씨앗을

κόκκω

씨앗들을

κόκκους

씨앗들을

호격 κόκκε

씨앗아

κόκκω

씨앗들아

κόκκοι

씨앗들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • στολῇ ἁγίᾳ, χρυσῷ καὶ ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ, ἔργῳ ποικιλτοῦ, λογείῳ κρίσεωσ, δήλοισ ἀληθείασ, κεκλωσμένῃ κόκκῳ, ἔργῳ τεχνίτου, (Septuagint, Liber Sirach 45:10)

    (70인역 성경, Liber Sirach 45:10)

  • Κιμμερικὰ χιτώνια,ἴσα καὶ ὅμοια τοῖσ θώραξιν, τὴν δὲ χρόαν οἳ μὲν κόκκου, οἳ δὲ ὑακίνθου, οἳ δὲ ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ πεποικιλμένα· (Arrian, chapter 34 9:1)

    (아리아노스, chapter 34 9:1)

  • κόκκοσ, ἀλλ’ ὅσα σεμνότητοσ εὐταξίασ αἰδοῦσ ἔμφασιν περιτίθησιν. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 26 4:1)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 26 4:1)

  • κόκκον λαβοῦσα κνίδιον ἢ τοῦ πεπέριδοσ τρίψασ1’ ὁμοῦ σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 73 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 73 1:5)

  • τὸν Τιθύμαλλον γοῦν ἀεὶ ἐρυθρότερον κόκκου περιπατοῦντ’ ἔσθ’ ὁρᾶν οὕτωσ ἐρυθριᾷ συμβολὰσ οὐ κατατιθείσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 38 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 38 1:5)

  • καὶ μετὰ δεῖπνον κόκκοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 504)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 504)

  • πίμπραται γὰρ ἡ κεφαλὴ αὐτίκα καὶ δριμὺ ἄλγοσ αἱρέει· τὰ δὲ διὰ τοῦ στόματοσ ἄγοντα φλέγμα, σίνηπι, κόκκοσ ὁ τῆσ κνίδησ, πέπερι, σταφὶσ ἀγρίη· τάδε ξὺν ἀλλήλοισι, καὶ ἰδίῃ· ἐπεὶ δὲ καὶ τῷ μασήσασθαι μὲν αὐτὰ καὶ τὸ πτύειν ξυνεχέσ ἐστι· καὶ ὕδατι ἢ μελικρήτῳ μίξαντα διδόναι, κλύζειν τε τὸ στόμα καὶ ἐσ τὰ παρίσθμια παρώσαντα ἀνατάσι τοῦ αὐχένοσ, τῷ τῆσ ἐκπνοῆσ πνεύματι κλύζειν · ἐπὴν δὲ, ἐσ ὅσον θέλῃσ, τὸ φλέγμα ἀγάγῃσ, λούειν καὶ καταιονεῖν τὴν κεφαλὴν κάρτα πολλῷ θερμῷ ὕδατι ἐσ διαπνοήν. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 35)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 35)

  • ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκοσ τοῦ σίτου πεσὼν εἰσ τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸσ μόνοσ μένει· (, chapter 6 371:1)

    (, chapter 6 371:1)

  • γίνεται δὲ αὕτη μέγεθοσ μὲν ἡ κόκκοσ κατὰ τὴν ῥάμνον καλουμένην, φύλλα δὲ μελάντερα μὲν καὶ μαλακώτερα ἢ ἡ σχῖνοσ, τὰ μέντοι ἄλλα ἐοικότα ἔχει τῇ σχίνῳ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 36 2:5)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 36 2:5)

유의어

  1. The kermes oak

  2. the colour scarlet

  3. 고환

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION