헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κνησμός

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κνησμός κνησμοῦ

형태분석: κνησμ (어간) + ος (어미)

어원: kna/w

  1. 동경, 음란, 호색
  1. an itching, irritation

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κνησμός

동경이

κνησμώ

동경들이

κνησμοί

동경들이

속격 κνησμοῦ

동경의

κνησμοῖν

동경들의

κνησμῶν

동경들의

여격 κνησμῷ

동경에게

κνησμοῖν

동경들에게

κνησμοῖς

동경들에게

대격 κνησμόν

동경을

κνησμώ

동경들을

κνησμούς

동경들을

호격 κνησμέ

동경아

κνησμώ

동경들아

κνησμοί

동경들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἂν δὲ πρὸσ ἑταίραν ἢ μοιχεύτριαν ἐρωμένην κνησμόσ τισ ἐξ ὀργῆσ καὶ· (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 19 6:2)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 19 6:2)

  • Ἢν οὖν τι τοιοῦτον ὑποπτεύῃσ, λύσαντα χρὴ, ἢν μὲν ᾖ κνησμὸσ κατὰ τὰσ ὑποδεσμίδασ, ἢ ἐπὶ τὸ ἄλλο τὸ ἐπιδεδεμένον, πισσηρῇ κηρωτῇ ἀντὶ τῆσ ἑτέρησ χρῆσθαι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 27.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 27.3)

  • πυρετὸσ μὲν γὰρ ἦν οὐ λάβροσ, κνησμὸσ δὲ ἀφόρητοσ τῆσ ἐπιφανείασ ὅλησ καὶ κόλου συνεχεῖσ ἀλγηδόνεσ περί τε τοὺσ πόδασ ὥσπερ ὑδρωπιῶντοσ οἰδήματα τοῦ τε ἤτρου φλεγμονὴ καὶ δὴ αἰδοίου σηπεδὼν σκώληκασ γεννῶσα, πρὸσ τούτοισ ὀρθόπνοια καὶ δύσπνοια καὶ σπασμοὶ πάντων τῶν μελῶν, ὥστε τοὺσ ἐπιθειάζοντασ ποινὴν εἶναι τῶν σοφιστῶν τὰ νοσήματα λέγειν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 920:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 920:2)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION