헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλάσμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλάσμα κλάσματος

형태분석: κλασματ (어간)

어원: kla/w

  1. 부스러기, 소량, 파편, 조각
  1. that which is broken off, a fragment, morsel

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλάσμα

부스러기가

κλάσματε

부스러기들이

κλάσματα

부스러기들이

속격 κλάσματος

부스러기의

κλασμάτοιν

부스러기들의

κλασμάτων

부스러기들의

여격 κλάσματι

부스러기에게

κλασμάτοιν

부스러기들에게

κλάσμασιν*

부스러기들에게

대격 κλάσμα

부스러기를

κλάσματε

부스러기들을

κλάσματα

부스러기들을

호격 κλάσμα

부스러기야

κλάσματε

부스러기들아

κλάσματα

부스러기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπὶ τηγάνου ἐν ἐλαίῳ ποιηθήσεται, πεφυραμένην οἴσει αὐτήν, ἑλικτά, θυσίαν ἐκ κλασμάτων, θυσίαν εἰσ ὀσμὴν εὐωδίασ Κυρίῳ. (Septuagint, Liber Leviticus 6:14)

    (70인역 성경, 레위기 6:14)

  • καὶ ἐβεβήλουν με πρὸσ τὸν λαόν μου ἕνεκεν δρακὸσ κριθῶν καὶ ἕνεκεν κλασμάτων ἄρτων τοῦ ἀποκτεῖναι ψυχάσ, ἃσ οὐκ ἔδει ἀποθανεῖν, καὶ τοῦ περιποιήσασθαι ψυχάσ, ἃσ οὐκ ἔδει ζῆσαι, ἐν τῷ ἀποφθέγγεσθαι ὑμᾶσ λαῷ εἰσακούοντι μάταια ἀποφθέγματα. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 13:19)

    (70인역 성경, 에제키엘서 13:19)

  • καὶ ἔφαγον πάντεσ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνουσ πλήρεισ. (, chapter 11 175:1)

    (, chapter 11 175:1)

  • καὶ ἔφαγον πάντεσ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων ἦραν ἑπτὰ σφυρίδασ πλήρεισ. (, chapter 11 233:1)

    (, chapter 11 233:1)

  • καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων ἑπτὰ σφυρίδασ. (, chapter 8 9:1)

    (, chapter 8 9:1)

유의어

  1. 부스러기

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION