헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλάσμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλάσμα κλάσματος

형태분석: κλασματ (어간)

어원: kla/w

  1. 부스러기, 소량, 파편, 조각
  1. that which is broken off, a fragment, morsel

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλάσμα

부스러기가

κλάσματε

부스러기들이

κλάσματα

부스러기들이

속격 κλάσματος

부스러기의

κλασμάτοιν

부스러기들의

κλασμάτων

부스러기들의

여격 κλάσματι

부스러기에게

κλασμάτοιν

부스러기들에게

κλάσμασιν*

부스러기들에게

대격 κλάσμα

부스러기를

κλάσματε

부스러기들을

κλάσματα

부스러기들을

호격 κλάσμα

부스러기야

κλάσματε

부스러기들아

κλάσματα

부스러기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ διαθρύψεισ αὐτὰ κλάσματα, καὶ ἐπιχεεῖσ ἐπ̓ αὐτὰ ἔλαιον. θυσία ἐστὶ Κυρίῳ. (Septuagint, Liber Leviticus 2:5)

    (70인역 성경, 레위기 2:5)

  • οἱ μὲν οὖν περί αὐτοὺσ ῥόπαλα καὶ σκυτάλασ ἐκόμιζον οἴκοθεν αὐτοὶ δὲ τῶν δίφρων καταγνυμένων ὑπὸ τοῦ φεύγοντοσ ὄχλου τὰ κλάσματα καὶ τοὺσ πόδασ λαμβάνοντεσ ἀνέβαινον ἐπὶ τὸν Τιβέριον, ἅμα παίοντεσ τοὺσ προτεταγμένουσ καὶ τούτων μὲν ἦν τροπὴ καὶ φόνοσ· (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 19 5:1)

    (플루타르코스, Tiberius Gracchus, chapter 19 5:1)

  • ἔσται δὲ καὶ τοῖσ κυνηγέταισ πολλὰ δῆλα αὐτοῦ, ἐν μὲν τοῖσ μαλακοῖσ τῶν χωρίων τὰ ἴχνη, ἐν δὲ τοῖσ λασίοισ τῆσ ὕλησ κλάσματα· (Xenophon, Minor Works, , chapter 10 6:2)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 10 6:2)

  • καὶ ἦραν κλάσματα δώδεκα κοφίνων πληρώματα καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων. (, chapter 4 137:1)

    (, chapter 4 137:1)

  • ὡσ δὲ ἐνεπλήσθησαν λέγει τοῖσ μαθηταῖσ αὐτοῦ Συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. (, chapter 6 13:1)

    (, chapter 6 13:1)

유의어

  1. 부스러기

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION