헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κείω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κείω

형태분석: κεί (어간) + ω (인칭어미)

어원: Desiderat. of kei=mai

  1. 눕다, 드러눕다, 누워 있다
  1. to lie down, to bed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κείω

(나는) 눕는다

κείεις

(너는) 눕는다

κείει

(그는) 눕는다

쌍수 κείετον

(너희 둘은) 눕는다

κείετον

(그 둘은) 눕는다

복수 κείομεν

(우리는) 눕는다

κείετε

(너희는) 눕는다

κείουσιν*

(그들은) 눕는다

접속법단수 κείω

(나는) 눕자

κείῃς

(너는) 눕자

κείῃ

(그는) 눕자

쌍수 κείητον

(너희 둘은) 눕자

κείητον

(그 둘은) 눕자

복수 κείωμεν

(우리는) 눕자

κείητε

(너희는) 눕자

κείωσιν*

(그들은) 눕자

기원법단수 κείοιμι

(나는) 눕기를 (바라다)

κείοις

(너는) 눕기를 (바라다)

κείοι

(그는) 눕기를 (바라다)

쌍수 κείοιτον

(너희 둘은) 눕기를 (바라다)

κειοίτην

(그 둘은) 눕기를 (바라다)

복수 κείοιμεν

(우리는) 눕기를 (바라다)

κείοιτε

(너희는) 눕기를 (바라다)

κείοιεν

(그들은) 눕기를 (바라다)

명령법단수 κείε

(너는) 누워라

κειέτω

(그는) 누워라

쌍수 κείετον

(너희 둘은) 누워라

κειέτων

(그 둘은) 누워라

복수 κείετε

(너희는) 누워라

κειόντων, κειέτωσαν

(그들은) 누워라

부정사 κείειν

눕는 것

분사 남성여성중성
κειων

κειοντος

κειουσα

κειουσης

κειον

κειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κείομαι

(나는) 누워진다

κείει, κείῃ

(너는) 누워진다

κείεται

(그는) 누워진다

쌍수 κείεσθον

(너희 둘은) 누워진다

κείεσθον

(그 둘은) 누워진다

복수 κειόμεθα

(우리는) 누워진다

κείεσθε

(너희는) 누워진다

κείονται

(그들은) 누워진다

접속법단수 κείωμαι

(나는) 누워지자

κείῃ

(너는) 누워지자

κείηται

(그는) 누워지자

쌍수 κείησθον

(너희 둘은) 누워지자

κείησθον

(그 둘은) 누워지자

복수 κειώμεθα

(우리는) 누워지자

κείησθε

(너희는) 누워지자

κείωνται

(그들은) 누워지자

기원법단수 κειοίμην

(나는) 누워지기를 (바라다)

κείοιο

(너는) 누워지기를 (바라다)

κείοιτο

(그는) 누워지기를 (바라다)

쌍수 κείοισθον

(너희 둘은) 누워지기를 (바라다)

κειοίσθην

(그 둘은) 누워지기를 (바라다)

복수 κειοίμεθα

(우리는) 누워지기를 (바라다)

κείοισθε

(너희는) 누워지기를 (바라다)

κείοιντο

(그들은) 누워지기를 (바라다)

명령법단수 κείου

(너는) 누워져라

κειέσθω

(그는) 누워져라

쌍수 κείεσθον

(너희 둘은) 누워져라

κειέσθων

(그 둘은) 누워져라

복수 κείεσθε

(너희는) 누워져라

κειέσθων, κειέσθωσαν

(그들은) 누워져라

부정사 κείεσθαι

누워지는 것

분사 남성여성중성
κειομενος

κειομενου

κειομενη

κειομενης

κειομενον

κειομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κείσω

(나는) 눕겠다

κείσεις

(너는) 눕겠다

κείσει

(그는) 눕겠다

쌍수 κείσετον

(너희 둘은) 눕겠다

κείσετον

(그 둘은) 눕겠다

복수 κείσομεν

(우리는) 눕겠다

κείσετε

(너희는) 눕겠다

κείσουσιν*

(그들은) 눕겠다

기원법단수 κείσοιμι

(나는) 눕겠기를 (바라다)

κείσοις

(너는) 눕겠기를 (바라다)

κείσοι

(그는) 눕겠기를 (바라다)

쌍수 κείσοιτον

(너희 둘은) 눕겠기를 (바라다)

κεισοίτην

(그 둘은) 눕겠기를 (바라다)

복수 κείσοιμεν

(우리는) 눕겠기를 (바라다)

κείσοιτε

(너희는) 눕겠기를 (바라다)

κείσοιεν

(그들은) 눕겠기를 (바라다)

부정사 κείσειν

누울 것

분사 남성여성중성
κεισων

κεισοντος

κεισουσα

κεισουσης

κεισον

κεισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κείσομαι

(나는) 누워지겠다

κείσει, κείσῃ

(너는) 누워지겠다

κείσεται

(그는) 누워지겠다

쌍수 κείσεσθον

(너희 둘은) 누워지겠다

κείσεσθον

(그 둘은) 누워지겠다

복수 κεισόμεθα

(우리는) 누워지겠다

κείσεσθε

(너희는) 누워지겠다

κείσονται

(그들은) 누워지겠다

기원법단수 κεισοίμην

(나는) 누워지겠기를 (바라다)

κείσοιο

(너는) 누워지겠기를 (바라다)

κείσοιτο

(그는) 누워지겠기를 (바라다)

쌍수 κείσοισθον

(너희 둘은) 누워지겠기를 (바라다)

κεισοίσθην

(그 둘은) 누워지겠기를 (바라다)

복수 κεισοίμεθα

(우리는) 누워지겠기를 (바라다)

κείσοισθε

(너희는) 누워지겠기를 (바라다)

κείσοιντο

(그들은) 누워지겠기를 (바라다)

부정사 κείσεσθαι

누워질 것

분사 남성여성중성
κεισομενος

κεισομενου

κεισομενη

κεισομενης

κεισομενον

κεισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓κειον

(나는) 눕고 있었다

έ̓κειες

(너는) 눕고 있었다

έ̓κειεν*

(그는) 눕고 있었다

쌍수 ἐκείετον

(너희 둘은) 눕고 있었다

ἐκειέτην

(그 둘은) 눕고 있었다

복수 ἐκείομεν

(우리는) 눕고 있었다

ἐκείετε

(너희는) 눕고 있었다

έ̓κειον

(그들은) 눕고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκειόμην

(나는) 누워지고 있었다

ἐκείου

(너는) 누워지고 있었다

ἐκείετο

(그는) 누워지고 있었다

쌍수 ἐκείεσθον

(너희 둘은) 누워지고 있었다

ἐκειέσθην

(그 둘은) 누워지고 있었다

복수 ἐκειόμεθα

(우리는) 누워지고 있었다

ἐκείεσθε

(너희는) 누워지고 있었다

ἐκείοντο

(그들은) 누워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γενόμενοσ δὲ ἀκουστὴσ Προδίκου τε τοῦ Κείου καὶ Γοργίου τοῦ Λεοντίνου καὶ Τισίου τοῦ Συρακουσίου, τῶν τότε μέγιστον ὄνομα ἐν τοῖσ Ἕλλησιν ἐχόντων ἐπὶ σοφίᾳ, ὡσ δέ τινεσ ἱστοροῦσι, καὶ Θηραμένουσ τοῦ ῥήτοροσ, ὃν οἱ τριάκοντα ἀπέκτειναν δημοτικὸν εἶναι δοκοῦντα, σπουδὴν μὲν ἐποιεῖτο πράττειν τε καὶ λέγειν τὰ πολιτικά, ὡσ δὲ ἡ φύσισ ἠναντιοῦτο, τὰ πρῶτα καὶ κυριώτατα τοῦ ῥήτοροσ ἀφελομένη, τόλμαν τε καὶ φωνῆσ μέγεθοσ, ὧν χωρὶσ οὐχ οἱο͂́ν τε ἦν ἐν ὄχλῳ λέγειν, ταύτησ μὲν ἀπέστη τῆσ προαιρέσεωσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 13)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 13)

  • τὸ αὐτὸ ἐποίησε καὶ Λεώφρων Ὀλυμπίασιν, ἐπινίκιον γράψαντοσ τοῦ Κείου Σιμωνίδου. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 5 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 5 1:2)

  • ἠράσθησαν γὰρ ἀμφότεροι τοῦ καλοῦ Στησίλεω, Κείου τὸ γένοσ ὄντοσ, ὡσ Ἀρίστων ὁ φιλόσοφοσ ἱστόρηκεν. (Plutarch, , chapter 3 1:4)

    (플루타르코스, , chapter 3 1:4)

  • γενόμενοσ δὲ κατὰ τὴν ὀγδοηκοστὴν ἕκτην ὀλυμπιάδα Λυσιμάχου Μυρρινουσίου ἄρχοντοσ, νεώτεροσ μὲν Λυσίου δυσὶ καὶ εἴκοσιν ἔτεσι, πρεσβύτεροσ δὲ Πλάτωνοσ ἑπτά, παῖσ μὲν ὢν ἐπαιδεύετο οὐδενὸσ ἧττον Ἀθηναίων, ἀκροώμενοσ Προδίκου τε τοῦ Κείου καὶ Γοργίου τοῦ Λεοντίνου καὶ Τισίου τοῦ Συρακουσίου καὶ Θηραμένουσ τοῦ ῥήτοροσ· (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 3:1)

    (플루타르코스, Vitae decem oratorum, , section 1 3:1)

유의어

  1. 눕다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION