Ancient Greek-English Dictionary Language

κατήρης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κατήρης κατήρες

Structure: κατηρη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: a)/rw

Sense

  1. fitted out or furnished, furnished with oars, rowing, a well-fitted

Examples

  • ὦ θύγατερ ‐ ἄρτι γάρ σε πρὸσ δόμοισ ὁρῶ ‐ ἥκω φέρων σοι τῶν ἐμῶν βοσκημάτων ποίμνησ νεογνὸν θρέμμ’ ὑποσπάσασ τόδε στεφάνουσ τε τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα, παλαιόν τε θησαύρισμα Διονύσου τόδε ὀσμῇ κατῆρεσ, μικρόν, ἀλλ’ ἐπεσβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ. (Euripides, episode 1:1)
  • ἦν μὲν γὰρ ἐπ’ Ἀρτεμισίῳ κατάσκοποσ Πολύασ, γένοσ Ἀντικυρεύσ, τῷ προσετέτακτο, καὶ εἶχε πλοῖον κατῆρεσ ἕτοιμον, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸσ στρατόσ, σημαίνειν τοῖσι ἐν Θερμοπύλῃσι ἐοῦσι· (Herodotus, The Histories, book 8, chapter 21 2:2)

Synonyms

  1. fitted out or furnished

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION