헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρπός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρπός καρποῦ

형태분석: καρπ (어간) + ος (어미)

  1. 과일, 곡물, 열매, 산물, 씨앗
  2. 이익, 아이들, 이득, 아이, 몫
  1. fruit, grain, produce, harvest
  2. the product of something: children (fruit of the body), poetry (fruit of the mind), profit

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καρπός

과일이

καρπώ

과일들이

καρποί

과일들이

속격 καρποῦ

과일의

καρποῖν

과일들의

καρπῶν

과일들의

여격 καρπῷ

과일에게

καρποῖν

과일들에게

καρποῖς

과일들에게

대격 καρπόν

과일을

καρπώ

과일들을

καρπούς

과일들을

호격 καρπέ

과일아

καρπώ

과일들아

καρποί

과일들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ κατέφθειραν τοὺσ καρποὺσ αὐτῶν ἕωσ ἐλθεῖν εἰσ Γάζαν καὶ οὐ κατελείποντο ὑπόστασιν ζωῆσ ἐν τῇ γῇ Ἰσραὴλ οὐδὲ ἐν τοῖσ ποιμνίοισ ταῦρον καὶ ὄνον. (Septuagint, Liber Iudicum 6:4)

    (70인역 성경, 판관기 6:4)

  • καὶ ἔδωκε τῇ ἐρυσίβῃ τοὺσ καρποὺσ αὐτῶν καὶ τοὺσ πόνουσ αὐτῶν τῇ ἀκρίδι. (Septuagint, Liber Psalmorum 77:46)

    (70인역 성경, 시편 77:46)

  • τοιγαροῦν ἔδονται τῆσ ἑαυτῶν ὁδοῦ τοὺσ καρποὺσ καὶ τῆσ ἑαυτῶν ἀσεβείασ πλησθήσονται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 1:31)

    (70인역 성경, 잠언 1:31)

  • θάνατοσ καὶ ζωὴ ἐν χειρὶ γλώσσησ, οἱ δὲ κρατοῦντεσ αὐτῆσ ἔδονται τοὺσ καρποὺσ αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 18:21)

    (70인역 성경, 잠언 18:21)

  • ὃσ φυτεύει συκῆν φάγεται τοὺσ καρποὺσ αὐτῆσ, ὃσ δὲ φυλάσσει τὸν ἑαυτοῦ κύριον, τιμηθήσεται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 27:18)

    (70인역 성경, 잠언 27:18)

유의어

  1. 과일

  2. 이익

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION