헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρπός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρπός καρποῦ

형태분석: καρπ (어간) + ος (어미)

  1. 과일, 곡물, 열매, 산물, 씨앗
  2. 이익, 아이들, 이득, 아이, 몫
  1. fruit, grain, produce, harvest
  2. the product of something: children (fruit of the body), poetry (fruit of the mind), profit

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καρπός

과일이

καρπώ

과일들이

καρποί

과일들이

속격 καρποῦ

과일의

καρποῖν

과일들의

καρπῶν

과일들의

여격 καρπῷ

과일에게

καρποῖν

과일들에게

καρποῖς

과일들에게

대격 καρπόν

과일을

καρπώ

과일들을

καρπούς

과일들을

호격 καρπέ

과일아

καρπώ

과일들아

καρποί

과일들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγένετο ὅτε ὤρθρισαν τὸ πρωί̈, καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼσ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ διαθήκησ Κυρίου, καὶ ἡ κεφαλὴ Δαγὼν καὶ ἀμφότερα τὰ ἴχνη χειρῶν αὐτοῦ ἀφῃρημένα ἐπὶ τά ἐμπρόσθια ἀμαφὲθ ἕκαστον, καὶ ἀμφότεροι οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτοῦ πεπτωκότεσ ἐπὶ τὸ πρόθυρον, πλὴν ἡ ράχισ Δαγὼν ὑπελείφθη. (Septuagint, Liber I Samuelis 5:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 5:4)

  • καὶ οἱ καρποὶ αὐτῆσ πολλοὶ τοῖσ βασιλεῦσιν, οἷσ ἔδωκασ ἐφ’ ἡμᾶσ ἐν ἁμαρτίαισ ἡμῶν, καὶ ἐπὶ τὰ σώματα ἡμῶν ἐξουσιάζουσι καὶ ἐν κτήνεσιν ἡμῶν ὡσ ἀρεστὸν αὐτοῖσ, καὶ ἐν θλίψει μεγάλῃ ἐσμέν. (Septuagint, Liber Nehemiae 9:37)

    (70인역 성경, 느헤미야기 9:37)

  • ἔργα δικαίων ζωὴν ποιεῖ, καρποὶ δὲ ἀσεβῶν ἁμαρτίασ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 10:17)

    (70인역 성경, 잠언 10:17)

  • ἐν πλεοναζούσῃ δικαιοσύνῃ ἰσχὺσ πολλή, οἱ δὲ ἀσεβεῖσ ὁλόρριζοι ἐκ γῆσ ἀπολοῦνται. οἴκοισ δικαίων ἰσχὺσ πολλή, καρποὶ δὲ ἀσεβῶν ἀπολοῦνται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 15:6)

    (70인역 성경, 잠언 15:6)

  • ἔστι σοφὸσ τῇ ἰδίᾳ ψυχῇ, καὶ οἱ καρποὶ τῆσ συνέσεωσ αὐτοῦ ἐπὶ στόματοσ πιστοί. (Septuagint, Liber Sirach 37:22)

    (70인역 성경, Liber Sirach 37:22)

유의어

  1. 과일

  2. 이익

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION