καρί̄ς
Third declension Noun; Feminine
동물
Transliteration:
Principal Part:
καρί̄ς
Structure:
καρῑδ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- θρᾷττα, χελιδών, καρίσ, τευθίσ, ψῆττα, δρακαινίσ, πουλυπόδειον, ὁ σηπία, ὀρφώσ, 6 κάραβοσ , ἔσχαροσ, ἀφύαι, βελόναι, κεστρεύσ, σκορπίοσ, ἔγχελυσ, ἄρκτοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 4:1)
- ὡσ οὖν παρὰ τὸ γραφὴ γραφὶσ καὶ βολὴ βολίσ, οὕτωσ καὶ παρὰ τὸ κάρη καρίσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 67 1:2)
- "τῶν δ’ ὀστρακοδέρμων καρίσ, ἀστακόσ, κάραβοσ, καρκίνοσ, λέων τοῦ αὐτοῦ γένουσ ὄντα διαφέρουσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 681)
- "ἐάρι μὲν χρόμιοσ ἄριστοσ, ἀνθίασ δὲ χειμῶνι, τῶν καλῶν δ’ ὄψων ἄριστον καρὶσ ἐκ συκέησ φύλλου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1514)
- Ἀντιφάνησ δ’ ἐν Κύκλωπι ὑπερακοντίζων τὸν τένθην Ἀρχέστρατόν φησιν ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺσ τμητόσ, νάρκη πνικτή, πέρκη σχιστή, τευθὶσ σακτή, συνόδων ὀπτόσ, γλαύκου προτομή, γόγγρου κεφαλή, βατράχου γαστήρ, θύννου λαγόνεσ, βατίδοσ νῶτον, κέστρασ ὀσφύσ, ψητταρικίσκοσ, μαινίσ, καρίσ, τρίγλη, φυκίσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 46 1:4)