헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάλυξ

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάλυξ κάλυκος

형태분석: καλυκ (어간) + ς (어미)

어원: kalu/ptw

  1. 덮개, 잎집
  2. 싹, 눈, 봉오리, 움
  1. a covering
  2. the shell or pod
  3. the calyx of a flower, a bud, a rose-bud
  4. earrings like flower-cups.

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάλυξ

덮개가

κάλυκε

덮개들이

κάλυκες

덮개들이

속격 κάλυκος

덮개의

καλύκοιν

덮개들의

καλύκων

덮개들의

여격 κάλυκι

덮개에게

καλύκοιν

덮개들에게

κάλυξιν*

덮개들에게

대격 κάλυκα

덮개를

κάλυκε

덮개들을

κάλυκας

덮개들을

호격 κάλυξ

덮개야

κάλυκε

덮개들아

κάλυκες

덮개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πᾶσαν μὲν γὰρ γᾶν ὀπτεύω, σῴζω δ’ εὐθαλεῖσ καρποὺσ κτείνων παμφύλων γένναν θηρῶν, ἂ πάντ’ ἐν γαίᾳ ἐκ κάλυκοσ αὐξανόμενον γένυσι παμφάγοισ δένδρεσί τ’ ἐφημένα καρπὸν ἀποβόσκεται· (Aristophanes, Birds, Parabasis, strophe 12)

    (아리스토파네스, Birds, Parabasis, strophe 12)

  • εἰσ πολλὴν καὶ ἀμήχανον ἐκπεσόντασ ὑπὸ τῆσ πρώτησ γενέσεωσ ἀπορίαν ἔτι μὲν οὐρανὸν ἔκρυπτεν ἀήρ, καὶ ἄστρα θολερῷ καὶ δυσδιαστατοῦντι πεφυρμένα ὑγρῷ καὶ πυρὶ καὶ ζάλαισ ἀνέμων οὔπω δ’ ἥλιοσ ἵδρυτο ἀπλανῆ καὶ βέβαιον ἔχων δρόμον ἠὼ καὶ δύσιν ἔκρινεν, περὶ δ’ ἢγαγεν αὖθισ ὀπίσσω καρποφόροισιν ἐπιστέψασ κάλυκοσ στεφάνοισιν ὡρ́ασ· (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 2 4:1)

    (플루타르코스, De esu carnium I, chapter, section 2 4:1)

  • κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματοσ σφαγὴν βάλλει μ’ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίασ δρόσου, χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γάνει σπορητὸσ κάλυκοσ ἐν λοχεύμασιν. (Aeschylus, Agamemnon, episode, anapests 6:11)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode, anapests 6:11)

  • ὄμματα μὲν χρύσεια, καὶ ὑαλόεσσα παρειή, καὶ στόμα πορφυρέησ τερπνότερον κάλυκοσ, δειρὴ λυγδινέη, καὶ στήθεα μαρμαίροντα, καὶ πόδεσ ἀργυρέησ λευκότεροι Θέτιδοσ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 481)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 481)

  • ἐκμαίνει χείλη με ῥοδόχροα, ποικιλόμυθα, ψυχοτακῆ στόματοσ νεκταρέου πρόθυρα, καὶ γλῆναι λασίαισιν ὑπ’ ὀφρύσιν ἀστράπτουσαι, σπλάγχνων ἡμετέρων δίκτυα καὶ παγίδεσ, καὶ μαζοὶ γλαγόεντεσ, ἐύζυγεσ, ἱμερόεντεσ, εὐφυέεσ, πάσησ τερπνότεροι κάλυκοσ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 561)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 561)

유의어

  1. 덮개

  2. the shell or pod

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION