κάλυξ
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κάλυξ
κάλυκος
형태분석:
καλυκ
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 덮개, 잎집
- 싹, 눈, 봉오리, 움
- a covering
- the shell or pod
- the calyx of a flower, a bud, a rose-bud
- earrings like flower-cups.
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- αὐτόθεν μὲν οὖν τὴν ὄψιν εἴκαζεν εἶναι πρὸσ αὑτοῦ, μαχομένου περὶ γῆσ ἀρίστησ καὶ τότε πολὺν καὶ καλὸν ἐχούσησ ἐν κάλυκι στάχυν ἅπασα γὰο κατέσπαρτο καὶ παρεῖχεν εἰρήνῃ πρέπουσαν ὄψιν, ἀμφιλαφῶσ τῶν πεδίων κομώντων μᾶλλον δὲ ἐπερρώσθη πυθόμενοσ σύνθημα τοῖσ πολεμίοισ Ἀθηνᾶν καὶ Ἀλέξανδρον εἶναι, Δήμητραν δὴ καὶ αὐτὸσ ἐδίδου σύνθημα καὶ Ἀλέξανδρον, ἀναδεῖσθαί τε πάντασ ἐκέλευε καὶ καταστέφειν τὰ ὅπλα τῶν σταχύων λαμβάνοντασ. (Plutarch, chapter 6 6:1)
(플루타르코스, chapter 6 6:1)
- εἰσ τὸ αὐτό δεῦρ’ ἴθι, βαιόν, ὁδῖτα, πεσὼν ὑπὸ δάσκιον ἄλσοσ, ἄμπαυσον καμάτου γυῖα πολυπλανέοσ, χλωρὸν ὅπου πλατάνων αὐτόρρυτον ἐσ μέσον ὕδωρ καλὰ πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων ὁππόθι πορφυρέησ ὑπὲρ αὔλακοσ εἰάρι θάλλει ὑγρὸν ἰόν ῥοδέῃ κιρνάμενον κάλυκι. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6691)
(작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6691)
- ἔστι δὲ καὶ ἄλλα κρίνεα ῥόδοισι ἐμφερέα, ἐν τῷ ποταμῷ γινόμενα καὶ ταῦτα, ἐξ ὧν ὁ καρπὸσ ἐν ἄλλῃ κάλυκι παραφυομένῃ ἐκ τῆσ ῥίζησ γίνεται, κηρίῳ σφηκῶν ἰδέην ὁμοιότατον· (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 92 5:1)
(헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 92 5:1)
- καὶ αὐτοῖσι ἐστὶ ὅσον κέγχροσ τὸ μέγαθοσ ἐν κάλυκι, αὐτόματον ἐκ τῆσ γῆσ γινόμενον, τὸ συλλέγοντεσ αὐτῇ τῇ κάλυκι ἕψουσί τε καὶ σιτέονται. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 100 2:3)
(헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 100 2:3)
유의어
-
덮개
- σκέπανον (덮개, 잎집)
- στεγάνη (덮개, 잎집)
- καταστέγασμα (덮개, 잎집)
- κρήδεμνον (덮개, 뚜껑)
- προκάλυμμα (덮개, 잎집)
- στεγαστρίς (that serves for covering)
- προκνημίς (a covering for the leg)
- περικνημίς (a covering for the leg)
- ἔλυτρον (덮개, 상자, 격)
- τέγος (덮개, 지붕, 천장)
- ἐγκαλυμμός (덮개, 잎집, 톱)
- σκέπας (덮개, 피난처)
- σκέπασμα (덮개, 피난처, 대피소)
- σκέπη (덮개, 피난처, 대피소)
- κατασκήνωμα (덮개, 베일, 면사포)
- χιτών (덮개, 잎집, 톱)
- ἁρμάμαξα (a covered carriage)
-
the shell or pod