헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάκη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάκη

형태분석: κακ (어간) + η (어미)

어원: kako/s

  1. 악덕, 간악, 부도덕
  2. 겁대가리, 비겁
  1. wickedness, vice
  2. cowardice

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάκη

악덕이

κάκᾱ

악덕들이

κάκαι

악덕들이

속격 κάκης

악덕의

κάκαιν

악덕들의

κακῶν

악덕들의

여격 κάκῃ

악덕에게

κάκαιν

악덕들에게

κάκαις

악덕들에게

대격 κάκην

악덕을

κάκᾱ

악덕들을

κάκᾱς

악덕들을

호격 κάκη

악덕아

κάκᾱ

악덕들아

κάκαι

악덕들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ πάντα ταῦτα χρὴ μεμνημένουσ μὴ ’πιορκεῖν ἀλλὰ κρίνειν τοὺσ χοροὺσ ὀρθῶσ ἀεί, μηδὲ ταῖσ κακαῖσ ἑταίραισ τὸν τρόπον προσεικέναι, αἳ μόνον μνήμην ἔχουσι τῶν τελευταίων ἀεί. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Parabasis, epirrheme3)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Parabasis, epirrheme3)

  • "ὦ ἄνερ, ἀγωνίζομαι, τῆσ σῆσ εὐνοίασ πρὸσ ἐμὲ καὶ δόξησ καὶ δυνάμεωσ, ἣν διὰ σὲ καρποῦμαι πολλαῖσ ἐπίφθονοσ οὖσα κακαῖσ γυναιξὶν ὧν φάρμακα δεδοικυῖα καὶ μηχανὰσ ἐπείσθην ἀντιμηχανήσασθαι, μωρὰ μὲν ἴσωσ καὶ γυναικεῖα, θανάτου δ’ οὐκ ἄξια· (Plutarch, Mulierum virtutes, 4:1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 4:1)

  • "ὦ ἄνερ ἀγωνίζομαι, τῆσ σῆσ εὐνοίασ πρὸσ ἐμὲ καὶ δόξησ καὶ δυνάμεωσ, ἣν διὰ σὲ καρποῦμαι πολλαῖσ ἐπίφθονοσ οὖσα κακαῖσ γυναιξὶν ὧν φάρμακα δεδοικυῖα καὶ μηχανὰσ; (Plutarch, Mulierum virtutes, 12:1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 12:1)

  • ἐν δὲ τῷ σέβασ ἀστῶν φόβοσ τε ξυγγενὴσ τὸ μὴ ἀδικεῖν σχήσει τό τ’ ἦμαρ καὶ κατ’ εὐφρόνην ὁμῶσ, αὐτῶν πολιτῶν μὴ ’πιχραινόντων νόμουσ κακαῖσ ἐπιρροαῖσι· (Aeschylus, Eumenides, episode 7:10)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 7:10)

  • "σὺν δὲ κακαῖσ μανίαισ καὶ παρθένον ἐκ θαλάμοιο καὶ νύμφαν ἐφόβησ’ ἔτι δέμνια θερμὰ λιποῖσαν ἀνέροσ. (Theocritus, Idylls, 96)

    (테오크리토스, Idylls, 96)

유의어

  1. 악덕

  2. 겁대가리

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION