- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάκη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kakē 고전 발음: [까께:] 신약 발음: [까께]

기본형: κάκη

형태분석: κακ (어간) + η (어미)

어원: κακός

  1. 악덕, 간악, 부도덕
  2. 겁대가리, 비겁
  1. wickedness, vice
  2. cowardice

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάκη

악덕이

κάκα

악덕들이

κάκαι

악덕들이

속격 κάκης

악덕의

κάκαιν

악덕들의

κακῶν

악덕들의

여격 κάκῃ

악덕에게

κάκαιν

악덕들에게

κάκαις

악덕들에게

대격 κάκην

악덕을

κάκα

악덕들을

κάκας

악덕들을

호격 κάκη

악덕아

κάκα

악덕들아

κάκαι

악덕들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω. (Septuagint, Liber Genesis 19:19)

    (70인역 성경, 창세기 19:19)

  • πῶς γὰρ ἀναβήσομαι πρὸς τὸν πατέρα, τοῦ παιδίου μὴ ὄντος μεθ᾿ ἡμῶν; ἵνα μὴ ἴδω τὰ κακά, ἃ εὑρήσει τὸν πατέρα μου. (Septuagint, Liber Genesis 44:34)

    (70인역 성경, 창세기 44:34)

  • Ἰδόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ ὅτι τέθνηκεν ὁ πατὴρ αὐτῶν, εἶπαν. μή ποτε μνησικακήσῃ ἡμῖν Ἰωσὴφ καὶ ἀνταπόδομα ἀνταποδῷ ἡμῖν πάντα τὰ κακά, ἃ ἐνεδειξάμεθα εἰς αὐτόν. (Septuagint, Liber Genesis 50:15)

    (70인역 성경, 창세기 50:15)

  • ἐὰν δὲ μὴ ποιήσητε οὕτως, ἁμαρτήσεσθε ἔναντι Κυρίου καὶ γνώσεσθε τὴν ἁμαρτίαν ὑμῶν, ὅταν ὑμᾶς καταλάβῃ τὰ κακά. (Septuagint, Liber Numeri 32:23)

    (70인역 성경, 민수기 32:23)

  • καὶ διαστελεῖ αὐτὸν Κύριος εἰς κακὰ ἐκ πάντων υἱῶν Ἰσραὴλ κατὰ πάσας τὰς ἀρὰς τῆς διαθήκης τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τούτου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 29:20)

    (70인역 성경, 신명기 29:20)

유의어

  1. 악덕

  2. 겁대가리

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION