Ancient Greek-English Dictionary Language

ἱππόκομος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἱππόκομος ἱππόκομον

Structure: ἱπποκομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ko/mh

Sense

  1. decked with horse-hair

Examples

  • ἔτι δ’ ἂν πλέον σοι τὸ ἱππικὸν τοῦ ὄντοσ φαίνοιτο, εἰ τοὺσ ἱπποκόμουσ εἰσ τοὺσ ἱππέασ ἐνισταίησ μάλιστα μὲν δόρατα, εἰ δὲ μή, ὅμοια δόρασιν ἔχοντασ, ἤν τε ἑστηκὸσ ἐπιδεικνύῃσ τὸ ἱππικὸν ἤν τε παράγῃσ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 8:1)
  • διέτεινε γὰρ ἓξ ἡμέραισ ἀπὸ Μάλου σταθμοὺσ εἴκοσι καὶ τέσσαρασ, ὥστε διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆσ κακοπαθίασ μήτε σκευοφόρον ἀκολουθῆσαι μηδένα μήτε τοὺσ ἱπποκόμουσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 80 2:2)
  • ὁ δὲ τοὺσ ταξιάρχουσ καλέσασ ἐκέλευσε τοὺσ ἵππουσ λαμβάνειν καὶ τὰ τῶν ἵππων σκεύη καὶ τοὺσ ἱπποκόμουσ, καὶ ἀριθμήσαντασ <δια>λαβεῖν κληρωσαμένουσ εἰσ τάξιν ἴσουσ ἑκάστοισ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 5 65:2)
  • οὗτοι δὲ καὶ τοὺσ διακόνουσ παρέχουσι, τυμπανιστάσ, κωδωνοφόρουσ, ἔτι δὲ καὶ ἱπποκόμουσ καὶ μηχανοποιοὺσ καὶ τοὺσ τούτων ὑπηρέτασ· (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 104:3)

Synonyms

  1. decked with horse-hair

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION