Ancient Greek-English Dictionary Language

ἱμερτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἱμερτός ἱμερτή ἱμερτόν

Structure: ἱμερτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: i(mei/rw

Sense

  1. longed for, lovely

Examples

  • κυπρογενῆ Κυθέρειαν ἀείσομαι, ἥτε βροτοῖσι μείλιχα δῶρα δίδωσιν, ἐφ’ ἱμερτῷ δὲ προσώπῳ αἰεὶ μειδιάει καὶ ἐφ’ ἱμερτὸν θέει ἄνθοσ. (Anonymous, Homeric Hymns, 2:1)
  • ἀγρεύει δέ τυ Πὰν καὶ ὁ τὸν κροκόεντα Πρίηποσ κισσὸν ἐφ’ ἱμερτῷ κρατὶ καθαπτόμενοσ, ἄντρον ἔσω στείχοντεσ ὁμόρροθοι. (Theocritus, Idylls3)
  • ἀγρεύει δέ τυ Πάν, καὶ ὁ τὸν κροκόεντα Πρίηποσ κισσὸν ἐφ’ ἱμερτῷ κρατὶ καθαπτόμενοσ, ἄντρον ἔσω στείχοντεσ ὁμόρροθοι. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3382)

Synonyms

  1. longed for

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION