Ancient Greek-English Dictionary Language

ἱμερτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἱμερτός ἱμερτή ἱμερτόν

Structure: ἱμερτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: i(mei/rw

Sense

  1. longed for, lovely

Examples

  • ἐν μὲν γὰρ θαλίησ ἐρατὸν μέροσ ἀγλαίησ τε, ἐν δὲ χοροιτυπίησ, ἐν δ’ ἱμερτῆσ φιλότητοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 4 3:2)
  • αὐτὸσ κῆρυξ ἦλθον ἀφ’ ἱμερτῆσ Σαλαμῖνοσ, κόσμον ἐπέων ᾠδὴν ἀντ’ ἀγορῆσ θέμενοσ. (Plutarch, , chapter 8 2:2)
  • Αὐτὸσ κῆρυξ ἦλθον ἀφ’ ἱμερτῆσ Σαλαμῖνοσ, κόσμον ἐπέων ᾠδὴν ἀντ’ ἀγορῆσ θέμενοσ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 3)
  • ἰόμεν εἰσ Σαλαμῖνα, μαχησόμενοι περὶ νήσου ἱμερτῆσ, χαλεπόν τ’ αἶσχοσ ἀπωσόμενοι. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 18)
  • ἄλλοσ Ὀλυμπιάδων Μουσέων πάρα δῶρα διδαχθείσ, ἱμερτῆσ σοφίησ μέτρον ἐπιστάμενοσ· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 107)

Synonyms

  1. longed for

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION