Ancient Greek-English Dictionary Language

ἰαμβεῖος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἰαμβεῖος ἰαμβεῖον

Structure: ἰαμβει (Stem) + ος (Ending)

Etym.: i)/ambos

Sense

  1. iambic
  2. an iambic verse
  3. iambic metre

Examples

  • μέμνημαι γοῦν, ἔφη, καὶ κωμικῶν τινων ἰαμβείων παρ’ ὑμῶν μαθών, τοῖσ γὰρ λάλοισ ἐξ ἄκρου ἡ γλῶττα πᾶσὶν ἐστι τετρυπημένη. (Lucian, Hercules, 5:3)
  • παῦσαι, μακάριε, τραγῳδῶν καὶ λέγε οὑτωσί πωσ ἁπλῶσ καταβὰσ ἀπὸ τῶν ἰαμβείων, τίσ ἡ στολὴ ; (Lucian, Necyomantia, (no name) 1:15)
  • ἄξιον δ’, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, καὶ τῶν ἰαμβείων ἀκοῦσαι, ἃ πεποίηκε λέγουσαν τὴν μητέρα τῆσ παιδόσ. (Lycurgus, Speeches, 134:2)
  • ὅθεν, ὡσ ἐοίκε, τῶν εἰσ Ἀμφιάραον ὑπ’ Αἰσχύλου πεποιημένων ἰαμβείων ἐν τῷ θεάτρῳ λεγομένων· (Plutarch, , chapter 3 4:1)
  • "ἐκ τῆσ παραθέσεωσ τῶν ἰαμβείων δῆλόσ ἐστιν ὁ Ἐπικράτησ τὰ τοῦ Ἀντιφάνουσ μετενεγκών. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:13)

Synonyms

  1. iambic

  2. an iambic verse

  3. iambic metre

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION