Ancient Greek-English Dictionary Language

ἰαμβικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἰαμβικός ἰαμβική ἰαμβικόν

Structure: ἰαμβικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. iambic

Examples

  • οὐ γὰρ δή γε ὡσ ἰαμβικὸν ἀξιώσαιμ’ ἂν ἔγωγε τὸ κῶλον τουτὶ ῥυθμίζειν ἐνθυμούμενοσ ὅτι οὐκ ἐπιτροχάλουσ καὶ ταχεῖσ ἀλλ’ ἀναβεβλημένουσ καὶ βραδεῖσ τοῖσ οἰκτιζομένοισ προσῆκεν ἀποδίδοσθαι τοὺσ χρόνουσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1824)
  • τί οὖν ἐκώλυε καλὴν ἁρμονίαν εἶναι λέξεωσ, ἐν ᾗ μήτε πυρρίχιόσ ἐστι ποὺσ μήτε ἰαμβικὸσ μήτε ἀμφίβραχυσ μήτε τῶν χορείων ἢ τροχαίων μηδείσ; (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1852)
  • ἰαμβικὸν τρίμετρόν ἐστι ποδὶ καὶ ἡμίσει λειπόμενον· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2547)
  • ἐκ δὲ τῆσ ποιήσεωσ τῆσ ἰαμβικῆσ τὰ παρ’ Εὐριπίδου ταυτί ὦ γαῖα πατρὶσ ἣν Πέλοψ ὁρίζεται, χαῖρε, τὸ πρῶτον ἄχρι τούτου κῶλον. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2628)
  • τὰ δὲ στασιμώτερα καὶ πυκνότερα καὶ τὴν ὄρχησιν ἁπλουστέραν ἔχοντα καλεῖται δάκτυλοι, ἰαμβική, Μολοσσικὴ ἐμμέλεια, κόρδαξ, σίκιννισ, Περσική, Φρύγιοσ νιβατισμόσ, Θρᾴκιοσ κολαβρισμόσ, τελεσιὰσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 271)

Synonyms

  1. iambic

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION