- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰαμβικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: iambikos 고전 발음: [이암비꼬] 신약 발음: [이암비꼬]

기본형: ἰαμβικός ἰαμβική ἰαμβικόν

형태분석: ἰαμβικ (어간) + ος (어미)

  1. iambic

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἰαμβικός

(이)가

ἰαμβική

(이)가

ἰαμβικόν

(것)가

속격 ἰαμβικοῦ

(이)의

ἰαμβικῆς

(이)의

ἰαμβικοῦ

(것)의

여격 ἰαμβικῷ

(이)에게

ἰαμβικῇ

(이)에게

ἰαμβικῷ

(것)에게

대격 ἰαμβικόν

(이)를

ἰαμβικήν

(이)를

ἰαμβικόν

(것)를

호격 ἰαμβικέ

(이)야

ἰαμβική

(이)야

ἰαμβικόν

(것)야

쌍수주/대/호 ἰαμβικώ

(이)들이

ἰαμβικά

(이)들이

ἰαμβικώ

(것)들이

속/여 ἰαμβικοῖν

(이)들의

ἰαμβικαῖν

(이)들의

ἰαμβικοῖν

(것)들의

복수주격 ἰαμβικοί

(이)들이

ἰαμβικαί

(이)들이

ἰαμβικά

(것)들이

속격 ἰαμβικῶν

(이)들의

ἰαμβικῶν

(이)들의

ἰαμβικῶν

(것)들의

여격 ἰαμβικοῖς

(이)들에게

ἰαμβικαῖς

(이)들에게

ἰαμβικοῖς

(것)들에게

대격 ἰαμβικούς

(이)들을

ἰαμβικάς

(이)들을

ἰαμβικά

(것)들을

호격 ἰαμβικοί

(이)들아

ἰαμβικαί

(이)들아

ἰαμβικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ δή γε ὡς ἰαμβικὸν ἀξιώσαιμ ἂν ἔγωγε τὸ κῶλον τουτὶ ῥυθμίζειν ἐνθυμούμενος ὅτι οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς ἀλλ ἀναβεβλημένους καὶ βραδεῖς τοῖς οἰκτιζομένοις προσῆκεν ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους: (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1824)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1824)

  • τί οὖν ἐκώλυε καλὴν ἁρμονίαν εἶναι λέξεως, ἐν ᾗ μήτε πυρρίχιός ἐστι ποὺς μήτε ἰαμβικὸς μήτε ἀμφίβραχυς μήτε τῶν χορείων ἢ τροχαίων μηδείς· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1852)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1852)

  • ἰαμβικὸν τρίμετρόν ἐστι ποδὶ καὶ ἡμίσει λειπόμενον: (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2547)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2547)

  • ἐκ δὲ τῆς ποιήσεως τῆς ἰαμβικῆς τὰ παρ Εὐριπίδου ταυτί ὦ γαῖα πατρὶς ἣν Πέλοψ ὁρίζεται, χαῖρε, τὸ πρῶτον ἄχρι τούτου κῶλον. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2628)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2628)

  • τὰ δὲ στασιμώτερα καὶ πυκνότερα καὶ τὴν ὄρχησιν ἁπλουστέραν ἔχοντα καλεῖται δάκτυλοι, ἰαμβική, Μολοσσικὴ ἐμμέλεια, κόρδαξ, σίκιννις, Περσική, Φρύγιος νιβατισμός, Θρᾴκιος κολαβρισμός, τελεσιὰς: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 271)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 271)

유의어

  1. iambic

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION