헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γυναικεῖος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γυναικεῖος γυναικεῖα γυναικεῖον

형태분석: γυναικει (어간) + ος (어미)

어원: gunh/

  1. 여자다운, 여자 같은, 여자의, 여성의
  2. 여성스러운, 사내답지 못한, 나약한
  3. 하렘의
  1. of or belonging to women, like women, befitting them, feminine, bona dea, with women
  2. womanish, effeminate
  3. the women's apartments, harem

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 γυναικεῖος

여자다운 (이)가

γυναικείᾱ

여자다운 (이)가

γυναικεῖον

여자다운 (것)가

속격 γυναικείου

여자다운 (이)의

γυναικείᾱς

여자다운 (이)의

γυναικείου

여자다운 (것)의

여격 γυναικείῳ

여자다운 (이)에게

γυναικείᾱͅ

여자다운 (이)에게

γυναικείῳ

여자다운 (것)에게

대격 γυναικεῖον

여자다운 (이)를

γυναικείᾱν

여자다운 (이)를

γυναικεῖον

여자다운 (것)를

호격 γυναικεῖε

여자다운 (이)야

γυναικείᾱ

여자다운 (이)야

γυναικεῖον

여자다운 (것)야

쌍수주/대/호 γυναικείω

여자다운 (이)들이

γυναικείᾱ

여자다운 (이)들이

γυναικείω

여자다운 (것)들이

속/여 γυναικείοιν

여자다운 (이)들의

γυναικείαιν

여자다운 (이)들의

γυναικείοιν

여자다운 (것)들의

복수주격 γυναικεῖοι

여자다운 (이)들이

γυναικεῖαι

여자다운 (이)들이

γυναικεῖα

여자다운 (것)들이

속격 γυναικείων

여자다운 (이)들의

γυναικειῶν

여자다운 (이)들의

γυναικείων

여자다운 (것)들의

여격 γυναικείοις

여자다운 (이)들에게

γυναικείαις

여자다운 (이)들에게

γυναικείοις

여자다운 (것)들에게

대격 γυναικείους

여자다운 (이)들을

γυναικείᾱς

여자다운 (이)들을

γυναικεῖα

여자다운 (것)들을

호격 γυναικεῖοι

여자다운 (이)들아

γυναικεῖαι

여자다운 (이)들아

γυναικεῖα

여자다운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἁβραὰμ δὲ καὶ Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότεσ ἡμερῶν, ἐξέλιπε δὲ τῇ Σάρρᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα. (Septuagint, Liber Genesis 18:11)

    (70인역 성경, 창세기 18:11)

  • καὶ ἡ γυνή μου Ἄννα ἠριθεύετο ἐν τοῖσ γυναικείοισ. (Septuagint, Liber Thobis 2:11)

    (70인역 성경, 토빗기 2:11)

  • καὶ διαναστᾶσα ἐκοσμήθη τῷ ἱματισμῷ καὶ παντὶ τῷ κόσμῳ τῷ γυναικείῳ, καὶ προσῆλθεν ἡ δούλη αὐτῆσ καὶ ἔστρωσεν αὐτῇ κατέναντι Ὀλοφέρνου χαμαὶ τὰ κώδια, ἃ ἔλαβε παρὰ Βαγώου εἰσ τὴν καθημερινὴν δίαιταν αὐτῆσ, εἰσ τὸ ἐσθίειν κατακλινομένην ἐπ̓ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iudith 12:15)

    (70인역 성경, 유딧기 12:15)

  • καὶ ἠράσθη ὁ βασιλεὺσ Ἐσθήρ, καὶ εὗρε χάριν παρὰ πάσασ τὰσ παρθένουσ, καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὸ διάδημα τὸ γυναικεῖον. (Septuagint, Liber Esther 2:17)

    (70인역 성경, 에스테르기 2:17)

  • οἰόμενοι γὰρ σατυρικὰ καὶ γελοῖά τινα καὶ κομιδῇ κωμικὰ παρ’ ἡμῶν ἀκούσεσθαι ‐ τοιαῦτα γὰρ ^ πεπιστεύκασιν, οὐκ οἶδ’ ὅ τι δόξαν αὐτοῖσ ὑπὲρ ἐμοῦ οἱ μὲν οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἀφικνοῦνται, ὡσ οὐδὲν δέον παρέχειν τὰ ὦτα κώμοισ γυναικείοισ καὶ σκιρτήμασι σατυρικοῖσ καταβάντασ ἀπὸ τῶν ἐλεφάντων, οἱ δὲ ὡσ ἐπὶ τοιοῦτό τι ἥκοντεσ ἀντὶ τοῦ κιττοῦ σίδηρον εὑρόντεσ οὐδ’ οὕτωσ ἐπαινεῖν τολμῶσι τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματοσ τεθορυβημένοι. (Lucian, (no name) 5:3)

    (루키아노스, (no name) 5:3)

  • γυναικεῖοσ τὴν φύσιν, ἡμιμανήσ, ἀκράτου ἑώθεν ἀποπνέων ὁ δὲ καὶ ὅλην φατρίαν ἐσεποίησεν ἡμῖν καὶ τὸν χορὸν ἐπαγόμενοσ πάρεστι καὶ θεοὺσ ἀπέφηνε τὸν Πᾶνα καὶ τὸν Σιληνὸν καὶ Σατύρουσ, ἀγροίκουσ τινὰσ καὶ αἰπόλουσ τοὺσ πολλούσ, σκιρτητικοὺσ ἀνθρώπουσ καὶ τὰσ μορφὰσ ἀλλοκότουσ· (Lucian, Deorum concilium, (no name) 4:4)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 4:4)

  • "ὦ ἄνδρεσ δικασταί, οὑτοσὶ ὁ τὰσ γνάθουσ λεῖοσ καὶ τὸ φώνημα γυναικεῖοσ καὶ τὰ ἄλλα εὐνούχῳ ἐοικὼσ εἰ ἀποδύσαιτο, πάνυ ἀνδρεῖοσ ὑμῖν φανεῖται· (Lucian, Eunuchus, (no name) 10:1)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 10:1)

  • ἀναβολήν, ἐπὶ δὲ τοῦ βίου καὶ τῶν πραγμάτων ἀντιφθεγγομένουσ τῷ σχήματι καὶ τἀναντία ὑμῖν ἐπιτηδεύοντασ καὶ διαφθείροντασ τὸ ἀξίωμα τῆσ ὑποσχέσεωσ, ἠγανάκτουν, καὶ τὸ πρᾶγμα ὅμοιον ἐδόκει μοι καθάπερ ἂν εἴ τισ ὑποκριτὴσ τραγῳδίασ μαλθακὸσ αὐτὸσ ὢν καὶ γυναικεῖοσ Ἀχιλλέα ἢ Θησέα ἢ καὶ τὸν Ἡρακλέα ὑποκρίνοιτο αὐτὸν μήτε βαδίζων μήτε βοῶν ἡρωϊκόν, ἀλλὰ θρυπτόμενοσ ὑπὸ τηλικούτῳ προσωπείῳ, ὃν οὐδ’ ἂν ἡ Ἑλένη ποτὲ ἢ Πολυξένη ἀνάσχοιντο πέρα τοῦ μετρίου αὐταῖσ προσεοικότα, οὐχ ὅπωσ ὁ Ἡρακλῆσ ὁ Καλλίνικοσ, ἀλλά μοι δοκεῖ τάχιστ’ ἂν ἐπιτρῖψαι τῷ ῥοπάλῳ παίων τοῦτον αὐτόν τε καὶ τὸ προσωπεῖον, οὕτωσ ἀτίμωσ κατατεθηλυμμένοσ πρὸσ αὐτοῦ. (Lucian, Piscator, (no name) 31:2)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 31:2)

  • πρὸσ τῶν θεῶν τοιγαροῦν εἰπέ μοι, ὁποτέρου ἐπειράθησ ἡδίονοσ τῶν βίων, ὁπότε ἀνὴρ ἦσθα, ἢ ὁ γυναικεῖοσ ἀμείνων ἦν; (Lucian, Dialogi mortuorum, 2:5)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 2:5)

  • Παρὰ πολύ, ὦ Μένιππε, ὁ γυναικεῖοσ· (Lucian, Dialogi mortuorum, 2:6)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 2:6)

유의어

  1. 여성스러운

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION