- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γραῦς?

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: graus 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γραῦς γραός

형태분석: γραυ (어간) + ς (어미)

어원: from same Root as γέρων

  1. 할머니, 늙은 여성
  1. an old woman

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γραῦς

할머니가

γρᾶε

할머니들이

γρᾶες

할머니들이

속격 γραός

할머니의

γραοῖν

할머니들의

γραῶν

할머니들의

여격 γραί

할머니에게

γραοῖν

할머니들에게

γραυσί

할머니들에게

대격 γραῦν

할머니를

γρᾶε

할머니들을

γραῦς

할머니들을

호격 γραῦ

할머니야

γρᾶε

할머니들아

γρᾶες

할머니들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄγετ, ὦ παῖδες, τὴν γραῦν πρὸ δόμων, ἄγετ ὀρθοῦσαι τὴν ὁμόδουλον, Τρῳάδες, ὑμῖν, πρόσθε δ ἄνασσαν: (Euripides, Hecuba, choral, anapests1)

    (에우리피데스, Hecuba, choral, anapests1)

  • ἀλλὰ σύ, ὦ τολμηρότατε, καὶ τὴν Ῥέαν αὐτὴν γραῦν ἤδη καὶ μητέρα τοσούτων θεῶν οὖσαν ἀνέπεισας παιδεραστεῖν καὶ τὸ Φρύγιον μειράκιον ποθεῖν, καὶ νῦν ἐκείνη μέμηνεν ὑπὸ σοῦ καὶ ζευξαμένη τοὺς λέοντας, παραλαβοῦσα καὶ τοὺς Κορύβαντας ἅτε μανικοὺς καὶ αὐτοὺς ὄντας, ἄνω καὶ κάτω τὴν Ἴδην περιπολοῦσιν, ἡ μὲν ὀλολύζουσα ἐπὶ τῷ Ἄττῃ, οἱ Κορύβαντες δὲ ὁ μὲν αὐτῶν τέμνεται ξίφει τὸν πῆχυν, ὁ δὲ ἀνεὶς τὴν κόμην ἱέται μεμηνὼς διὰ τῶν ὀρῶν, ὁ δὲ αὐλεῖ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῖ τῷ τυμπάνῳ ἢ ἐπικτυπεῖ τῷ κυμβάλῳ, καὶ ὅλως θόρυβος καὶ μανία τὰ ἐν τῇ Ἴδῃ ἅπαντά ἐστι. (Lucian, Dialogi deorum, 2:4)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 2:4)

  • σὺ δὲ ἢν πεισθῇς τοῖς εἰρημένοις, καὶ δὴ παρεῖναι νόμιζε οἷπερ ἐξ ἀρχῆς ἐπόθεις ἐλθεῖν, καὶ οὐδέν σε κωλύσει ἑπόμενον τοῖς νόμοις ἔν τε τοῖς δικαστηρίοις κρατεῖν καὶ ἐν τοῖς πλήθεσιν εὐδοκιμεῖν καὶ ἐπέραστον εἶναι καὶ γαμεῖν οὐ γραῦν τινα τῶν κωμικῶν, καθάπερ ὁ νομοθέτης καὶ διδάσκαλος, ἀλλὰ καλλίστην γυναῖκα τὴν Ῥητορικήν, ὡς τὸ τοῦ Πλάτωνος ἐκεῖνο πτηνὸν ἁρ´μα ἐλαύνοντα φέρεσθαι σοὶ μᾶλλον πρέπειν περὶ σεαυτοῦ εἰπεῖν ἢ ἐκείνῳ περὶ τοῦ Διός: (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 15:2)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 15:2)

  • τὴν γραῦν ἐρωτᾷς, ἣ φερεν τὰς πηκτίδας· (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode74)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Episode74)

  • ἔδοξε ταῖς γυναιξίν, ἢν ἀνὴρ νέος νέας ἐπιθυμῇ, μὴ σποδεῖν αὐτὴν πρὶν ἂν τὴν γραῦν προκρούσῃ πρῶτον: (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe 2 2:7)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe 2 2:7)

유의어

  1. 할머니

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION