헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γραῦς

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γραῦς γρᾱός

형태분석: γραυ (어간) + ς (어미)

어원: from same Root as ge/rwn

  1. 할머니, 늙은 여성
  1. an old woman

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γραῦς

할머니가

γρᾶε

할머니들이

γρᾶες

할머니들이

속격 γρᾱός

할머니의

γρᾱοῖν

할머니들의

γρᾱῶν

할머니들의

여격 γρᾱί

할머니에게

γρᾱοῖν

할머니들에게

γραυσί

할머니들에게

대격 γραῦν

할머니를

γρᾶε

할머니들을

γραῦς

할머니들을

호격 γραῦ

할머니야

γρᾶε

할머니들아

γρᾶες

할머니들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἔπειτα δὲ γραῒ συνοικήσασ τὸ πρῶτον μὲν ἐγαστριζόμην πρὸσ αὐτῆσ ἐρᾶν προσποιούμενοσ γυναικὸσ ἑβδομηκοντούτιδοσ τέτταρασ ἔτι λοιποὺσ ὀδόντασ ἐχούσησ, χρυσίῳ καὶ τούτουσ ἐνδεδεμένουσ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:83)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:83)

  • τί γὰρ ἂν γραὶ̈ καινά τισ λέγοι; (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe 2 1:6)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe 2 1:6)

  • σὺ γὰρ ἂν πορίσαι τί δύναι’ ἀγαθὸν φῴδων ἐκ βαλανείου καὶ παιδαρίων ὑποπεινώντων καὶ γραι· (Aristophanes, Plutus, Agon, epirrheme 1:1)

    (아리스토파네스, Plutus, Agon, epirrheme 1:1)

  • τούτου δ’ οὐδέν τι βελτίων ὁ βουλόμενοσ ἅμα μὲν Ἐμπεδοκλῆσ ἢ Πλάτων ἢ Δημόκριτοσ εἶναι περὶ κόσμου γράφων καὶ τῆσ τῶν ὄντων ἀληθείασ, ἅμα δὲ πλουσίᾳ γραῒ συγκαθεύδειν ὡσ Εὐφορίων, ἢ τῶν ἐπικώμων ὢν Ἀλεξάνδρῳ συμπίνειν ὡσ Μήδειοσ· (Plutarch, De tranquilitate animi, section 13 2:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 13 2:1)

  • τούτου δ’ οὐδέν βελτίων ὁ βουλόμενοσ ἅμα μὲν Ἐμπεδοκλῆσ ἢ Πλάτων ἢ Δημόκριτοσ εἶναι περὶ κόσμου γράφων καὶ τῆσ τῶν ὄντων ἀληθείασ, ἅμα δὲ πλουσίᾳ γραῒ συγκαθεύδειν ὡσ Εὐφορίων, ἢ ἰὼν ἐπὶ κῶμον Ἀλεξάνδρῳ συμπίνειν ὡσ Μήδιοσ· (Plutarch, De tranquilitate animi, section 13 6:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 13 6:1)

유의어

  1. 할머니

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION