Ancient Greek-English Dictionary Language

φυσικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φυσικός φυσική φυσικόν

Structure: φυσικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fu/sis

Sense

  1. natural, produced or caused by nature, inborn, native
  2. physical, having to do with the study of the material world

Examples

  • δι’ ἀπειροκαλίαν ἐπικεχυμένων γένοσ ὑμῶν μὲν ὀλίγου δεῖν τὰσ φυσικὰσ ἀπέκρυψεν ὑπὸ πλήθουσ ἁπάσασ, ἔχει δὲ καθάπερ ξένοσ ὄχλοσ; (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 6 3:2)
  • παράκειται γὰρ ἀλλήλοισ τὰ ὀνόματα καὶ συνύφανται κατά τινασ οἰκειότητασ καὶ συζυγίασ φυσικὰσ τῶν γραμμάτων· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2331)
  • ἐμπειρίαν ἢ φυσικὴν δύναμιν ἡρμοσμένον, ἐν οἷσ αὐτὸσ ἑαυτοῦ κράτιστόσ ἐστι, ποιεῖσθαι τὰσ ἐρωτήσεισ , καὶ μὴ παραβιάζεσθαι τὸν μὲν ἠθικώτερον φιλοσοφοῦντα φυσικὰσ ἐπάγοντα καὶ μαθηματικὰσ ἀπορίασ, τὸν δὲ τοῖσ φυσικοῖσ σεμνυνόμενον εἰσ συνημμένων ἐπικρίσεισ ἕλκοντα καὶ ψευδομένων λύσεισ. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 11 1:1)
  • ἀδύνατον γὰρ οὐδέν ἐστι τούτων οὔτε μυθῶδεσ οὔτε παράλογον εἰ μὴ νὴ Δία τὰ τοῦ Ἀριστοτέλουσ ὑπόψονταί τινεσ ὡσ φυσικὰσ αἰτίασ ἔχοντα. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 25 4:1)
  • διὰ δὲ τὸ φυσικὰ εἶναι εἰσ τὰσ φυσικὰσ συμβάλλεται ἀρετάσ· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 141:4)

Synonyms

  1. natural

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION