- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

σικύα?

Noun; Transliteration: sikya

Principal Part: σικύα

Sense

  1. bottle gourd (Lagenaria vulgaris)
  2. round gourd (Cucurbita maxima)
  3. gourd used as a calabash

Examples

  • "Μηνόδωρος δ ὁ Ἐρασιστράτειος, Ἱκεσίου φίλος, τῶν κολοκυντῶν, φησίν, ἡ μὲν Ἰνδική, ἡ καὶ αὐτὴ καὶ σικύα, ἡ δὲ κολοκύντη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5219)
  • περιπίπτων, ἧς ἡ σικύα δέδρακται, καὶ ἀναζέων ἅμα συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 7, section 3 3:1)
  • "εἰ δ ὅλως τὸ μικτὸν ἀθετεῖς καὶ ποικίλον, ὦ Φιλῖνε, μὴ δειπνίζοντα μηδ ὀψοποιοῦντα μόνον λοιδόρει Φίλωνα τοῦτον, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον, ὅταν μιγνύῃ τὰς βασιλικὰς καὶ ἀλεξιφαρμάκους ἐκείνας δυνάμεις, ἃς θεῶν χεῖρας ὠνόμαζεν Ἐρασίστρατος, διέλεγχε τὴν ἀτοπίαν καὶ περιεργίαν, ὁμοῦ μεταλλικὰ καὶ βοτανικὰ καὶ θηριακὰ καὶ τἀπὸ γῆς καὶ θαλάττης εἰς ταὐτὸ συγκεραννύντος καλὸν γὰρ ταῦτ ἐάσαντας ἐν πτισάνῃ καὶ σικύᾳ καὶ ἐν ὑδρελαίῳ τὴν ἰατρικὴν ἀπολιπεῖν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, 12:24)

Synonyms

  1. round gourd

Related

명사

형용사

동사

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION