Ancient Greek-English Dictionary Language

φόρτος

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φόρτος φόρτου

Structure: φορτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. load, freight, cargo
  2. burden

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • αδδιτ ετιαμ ιλλυδ, θυοδ ϝινξτυμ φασξιολα αυρελιανυμ αθυιλα ιννοχιε δε ξυνισ λεϝαϝεριτ ετ ιν αραμ ποσυεριτ, θυαε ιυχτα σαξελλυμ φορτε σινε ιγνιβυσ ερατ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus aurelianus, chapter 4 6:1)
  • ξυπιδυσ, ναμ ξυμ εσσεντ ιν εχερξιτυ δυο αυρελιανι τριβυνι, ηιξ ετ αλιυσ, θυι ξυμ ϝαλεριανο ξαπτυσ εστ, ηυιξ σιγνυμ εχερξιτυσ αδποσυερατ " μανυ αδ φερρυμ, " υτ σι φορτε θυαερερετυρ θυισ αυρελιανυσ αλιθυιδ ϝελ φεξισσετ ϝελ γεσσισσετ, συγγερερετυρ " αυρελιανυσ μανυ αδ φερρυμ " ατθυε ξογνοσξερετυρ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus aurelianus, chapter 6 2:1)
  • "ιλλιυσ δονισ, θυαε α βαρβαρισ γεντιβυσ μερυιτ, ρεφερτυμ εστ ξαπιτολιυμ, θυινδεξιμ μιλια λιβραρυμ αυρι εχ ειυσ λιβεραλιτατε υνυμ τενετ τεμπλυμ, ομνια ιν υρβε φανα ειυσ μιξαντ δονισ, θυαρε, πατρεσ ξονσξριπτι, ϝελ δεοσ ιπσοσ ιυρε ξονϝενιο, θυι ταλεμ πρινξιπεμ ιντεριρε πασσι συντ, νισι φορτε σεξυμ ευμ εσσε μαλυερυντ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus aurelianus, chapter 41 5:7)
  • ποστ αννοσ μιλλε, νον μαγνα ηαεξ υρβανιτασ ηαρυσπιξυμ φυιτ, θυι πρινξιπεμ ταλεμ ποστ μιλλε αννοσ φυτυρυμ εσσε διχερυντ, πολλιξεντεσ ξυμ ϝιχ ρεμανερε ταλισ ποσσιτ ηιστορια, θυια, σι ποστ ξεντυμ αννοσ πραεξιπερεντ, φορτε ποσσεντ εορυμ δεπρεηενδι μενδαξια. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, tacitus, chapter 15 4:1)
  • ηιξ ταμεν ϝαλετυδινισ αδεο μισεραε φυιτ υτ ηαδριανυμ στατιμ αδοπτιονισ παενιτυεριτ ποτυεριτθυε ευμ αμοϝερε α φαμιλια ιμπερατορια, ξυμ σαεπε δε αλιισ ξογιταρετ, σι φορτε ϝιχισσετ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, helius, chapter 3 7:1)

Synonyms

  1. load

  2. burden

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION