Ancient Greek-English Dictionary Language

φονικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φονικός φονική φονικόν

Structure: φονικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fo/nos

Sense

  1. inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary
  2. of murder or homicide, for homicide, respecting homicide, murderous acts, murder, homicide

Examples

  • ἐπιβουλεύων οὖν ἀμφοτέροισ καὶ δολερὸσ ὢν ὁμοῦ καὶ φονικόσ ἐχρήσατο τῇ μὲν ὠμότητι τῆσ φύσεωσ πρὸσ τὸν Ἀρσάμην, τῇ δὲ κακουργίᾳ καὶ δεινότητι πρὸσ τὸν Ἀριάσπην. (Plutarch, Artaxerxes, chapter 30 2:1)
  • ἀφόρητοσ γὰρ ἦν καὶ φονικόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 53 4:3)
  • καὶ γὰρ φονικὸσ ἦν καὶ τῶν ἄλλων ἡγεμόνων περιαιρούμενοσ τὰσ ἐξουσίασ καὶ καθόλου πάντων βουλόμενοσ ἄρχειν βιαίωσ, ὁ δὲ Πτολεμαῖοσ τοὐναντίον εὐεργετικὸσ καὶ ἐπιεικὴσ καὶ μεταδιδοὺσ πᾶσι τοῖσ ἡγεμόσι τῆσ παρρησίασ, πρὸσ δὲ τούτοισ διειληφὼσ πάντασ τοὺσ ἐπικαιροτάτουσ Αἰγύπτου τόπουσ φυλακαῖσ ἀξιολόγοισ καὶ βέλεσι παντοδαποῖσ καὶ τοῖσ ἄλλοισ ἅπασιν εὖ κατεσκευασμένοσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 33 3:1)
  • τοῦ δὲ χρόνου προϊόντοσ πρᾶξιν μὲν οὐδεμίαν οὔτε τῆσ πατρίδοσ οὔτε τῆσ περὶ τὸ γένοσ ἐπιφανείασ ἀξίαν διεπράξατο, τοὐναντίον δὲ φονικὸσ ὢν καὶ τῶν τυράννων ὠμότεροσ προσέκοπτε τοῖσ πλήθεσι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 71 2:1)
  • φονικὸσ δὲ καὶ ὠμὸσ ἐσ πάντασ ἦν, καὶ τὴν μητέρα ἔκτεινε καὶ τὸν ἀδελφὸν καὶ τῶν παίδων τρεῖσ υἱοὺσ καὶ τρεῖσ θυγατέρασ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 16 6:26)

Synonyms

  1. inclined to slay

  2. of murder or homicide

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION