Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐξοστρακισμός

Second declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: ἐξοστρακισμός

Etym.: from e)costraki/zw

Sense

  1. banishment by ostracism

Examples

  • μοχθηρίασ γὰρ οὐκ ἦν κόλασισ ὁ ἐξοστρακισμόσ, ἀλλ’ ἐκαλεῖτο μὲν δι’ εὐπρέπειαν ὄγκου καὶ δυνάμεωσ βαρυτέρασ ταπείνωσισ καὶ κόλουσισ, ἦν δὲ φθόνου παραμυθία φιλάνθρωποσ, εἰσ ἀνήκεστον οὐδέν, ἀλλ’ εἰσ μετάστασιν ἐτῶν δέκα τὴν πρὸσ τὸ λυποῦν ἀπερειδομένου δυσμένειαν. (Plutarch, , chapter 7 2:2)
  • εἰ γὰρ ἑξακισχιλίων ἐλάττονεσ οἱ φέροντεσ εἰε͂ν, ἀτελὴσ ἦν ὁ ἐξοστρακισμόσ· (Plutarch, , chapter 7 5:2)
  • ὁ μὲν οὖν ἐξοστρακισμὸσ ὡρισμένην εἶχε νόμῳ δεκαετίαν τοῖσ φεύγουσιν· (Plutarch, , chapter 10 1:1)
  • κόλασισ γὰρ οὐκ ἦν ὁ ἐξοστρακισμόσ, ἀλλὰ παραμυθία φθόνου καὶ κουφισμὸσ ἡδομένου τῷ ταπεινοῦν τοὺσ ὑπερέχοντασ καὶ τὴν δυσμένειαν εἰσ ταύτην τὴν ἀτιμίαν ἀποπνέοντοσ. (Plutarch, , chapter 22 3:2)

Synonyms

  1. banishment by ostracism

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION