Ancient Greek-English Dictionary Language

φονικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φονικός φονική φονικόν

Structure: φονικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fo/nos

Sense

  1. inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary
  2. of murder or homicide, for homicide, respecting homicide, murderous acts, murder, homicide

Examples

  • καὶ γενομένων ἐλέγχων, Καλβία μὲν ἡ τοῦ Νικοκράτουσ μήτηρ, φύσει φονικὴ γυνὴ καὶ ἀπαραίτητοσ, εὐθὺσ ᾤετο δεῖν ἀναιρεῖν αἰκισαμένην τὴν Ἀρεταφίλαν τοῦ δὲ Νικοκράτουσ μέλλησιν ἐνεποίει τῇ ὀργῇ καὶ ἀσθένειαν ὁ ἔρωσ, καὶ τὸ τὴν Ἀρεταφίλαν ἐρρωμένωσ ὁμόσε χωρεῖν ταῖσ κατηγορίαισ ἀμύνουσαν ἑαυτῇ πρόφασίν τινα τῷ πάθει παρεῖχεν. (Plutarch, Mulierum virtutes, 3:2)
  • καὶ γενομένων ἐλέγχων, Καλβία μὲν ἡ τοῦ Νικοκράτουσ μήτηρ, φύσει φονικὴ γυνὴ καὶ ἀπαραίτητοσ, εὐθὺσ ᾤετο δεῖν ἀναιρεῖν αἰκισαμένην τὴν Ἀρεταφίλαν τοῦ δὲ Νικοκράτουσ μέλλησιν ἐνεποίει τῇ ὀργῇ καὶ ἀσθένειαν ὁ ἔρωσ, καὶ τὸ τὴν Ἀρεταφίλαν ἐρρωμένωσ ὁμόσε χωρεῖν ταῖσ κατηγορίαισ ἀμύνουσαν ἑαυτῇ πρόφασίν τινα τῷ πάθει παρεῖχεν. (Plutarch, Mulierum virtutes, 9:2)

Synonyms

  1. inclined to slay

  2. of murder or homicide

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION