Ancient Greek-English Dictionary Language

φονικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φονικός φονική φονικόν

Structure: φονικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fo/nos

Sense

  1. inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary
  2. of murder or homicide, for homicide, respecting homicide, murderous acts, murder, homicide

Examples

  • καίτοι, ὦ ἄνδρεσ, μὴ νομίζετε τοὺσ τὰ τῶν ἄλλων φονικὰ ἀδικήματα ὁσιώτατα δικάζοντασ αὐτοὺσ ἂν εἴσ τινα τῶν πολιτῶν τοιοῦτόν τι παρανομῆσαι. (Lycurgus, Speeches, 70:5)
  • ἐσιδηροφοροῦντό τε γὰρ οἱ Ἕλληνεσ, καὶ τὰσ γυναῖκασ ἐωνοῦντο παρ’ ἀλλήλων, ὅσα τε λοιπὰ τῶν ἀρχαίων ἐστί που νομίμων εὐήθη πάμπαν ἐστίν, οἱο͂ν ἐν Κύμῃ περὶ τὰ φονικὰ νόμοσ ἔστιν, ἂν πλῆθόσ τι παράσχηται μαρτύρων ὁ διώκων τὸν φόνον τῶν αὑτοῦ συγγενῶν, ἔνοχον εἶναι τῷ φόνῳ τὸν φεύγοντα. (Aristotle, Politics, Book 2 188:2)
  • ἐγένετο δὲ καὶ Ἀνδροδάμασ Ῥηγῖνοσ νομοθέτησ Χαλκιδεῦσι τοῖσ ἐπὶ Θρᾴκησ, οὗ τὰ περί τε τὰ φονικὰ καὶ τὰσ ἐπικλήρουσ ἐστίν· (Aristotle, Politics, Book 2 320:2)
  • τὴν μὲν σπουδὴν ὁρᾶτε τῶν πατρικίων τὴν εἰσ τὰ φονικὰ καὶ βίαια ἔργα, ὦ δημόται, ὡσ ἑνὸσ ἀνδρὸσ αὐθάδουσ ὅλην ἀδικοῦντοσ τὴν πόλιν ἧττον τίθενται τὸ πλῆθοσ τὸ ὑμέτερον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 36 5:2)
  • τὰ μὲν οὖν φονικὰ ἡ βουλὴ ἔκρινε, τὰ δὲ ἄλλα οἱ τετράρχαι καὶ οἱ δικασταί. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 5 1:7)

Synonyms

  1. inclined to slay

  2. of murder or homicide

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION