- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐρωτικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: erōtikos 고전 발음: [에로:띠꼬] 신약 발음: [애로띠꼬]

기본형: ἐρωτικός ἐρωτική ἐρωτικόν

형태분석: ἐρωτικ (어간) + ος (어미)

어원: ἔρως

  1. related to love
  2. (of persons) amorous

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἐρωτικός

(이)가

ἐρωτική

(이)가

ἐρωτικόν

(것)가

속격 ἐρωτικοῦ

(이)의

ἐρωτικῆς

(이)의

ἐρωτικοῦ

(것)의

여격 ἐρωτικῷ

(이)에게

ἐρωτικῇ

(이)에게

ἐρωτικῷ

(것)에게

대격 ἐρωτικόν

(이)를

ἐρωτικήν

(이)를

ἐρωτικόν

(것)를

호격 ἐρωτικέ

(이)야

ἐρωτική

(이)야

ἐρωτικόν

(것)야

쌍수주/대/호 ἐρωτικώ

(이)들이

ἐρωτικά

(이)들이

ἐρωτικώ

(것)들이

속/여 ἐρωτικοῖν

(이)들의

ἐρωτικαῖν

(이)들의

ἐρωτικοῖν

(것)들의

복수주격 ἐρωτικοί

(이)들이

ἐρωτικαί

(이)들이

ἐρωτικά

(것)들이

속격 ἐρωτικῶν

(이)들의

ἐρωτικῶν

(이)들의

ἐρωτικῶν

(것)들의

여격 ἐρωτικοῖς

(이)들에게

ἐρωτικαῖς

(이)들에게

ἐρωτικοῖς

(것)들에게

대격 ἐρωτικούς

(이)들을

ἐρωτικάς

(이)들을

ἐρωτικά

(것)들을

호격 ἐρωτικοί

(이)들아

ἐρωτικαί

(이)들아

ἐρωτικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κρανίον ἐλάφου γυμνὸν τῶν σαρκῶν, καὶ τὰ μὲν κέρατα πήχεις ὥσπερ ἦσαν, ζυγώσας δὲ αὐτὰ καὶ ἐνάψας τὰ νεῦρα, οὐδὲ κόλλοπι περιστρέψας, ἐμελῴδει ἄμουσόν τι καὶ ἀπῳδόν, ἄλλο μὲν αὐτὸς βοῶν, ἄλλο δὲ ἡ λύρα ὑπήχει, ὥστε οὐδὲ κατέχειν τὸν γέλωτα ἐδυνάμεθα ἐπὶ τῷ ἐρωτικῷ ἐκείνῳ ᾅσματι: (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 45)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 45)

  • οὐδὲν ἄρα διαφέρεις Ἀμάσιος τοῦ Ἠλείου, ὃν Θεόφραστος ἐν τῷ Ἐρωτικῷ περὶ τοὺς ἔρωτας δεινὸν γεγονέναι λέγει οὐκ ἂν ἁμάρτοι δὲ τίς σε καὶ πορνογράφον καλῶν, ὡς Ἀριστείδην καὶ Παυσίαν ἔτι τε Νικοφάνη τοὺς ζωγράφους, μνημονεύει δὲ αὐτῶν ὡς ταῦτα καλῶς γραφόντων Πολέμων ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Σικυῶνι Πινάκων, ὢ τῆς καλῆς πολυμαθίας, ἄνδρες φίλοι, τῆς τοῦ γραμματικοῦ τοῦδε, ὃς οὐδ ἐγκαλύπτεται, ἀλλ ἀναφανδὸν τὰ Εὐβούλου αἰεὶ ἐκ Κερκώπων λέγει: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 21 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 21 3:1)

  • τὸν δὲ παῖδα τοῦτον Θεόφραστος ἐν τῷ Ἐρωτικῷ Ἀμφίλοχον καλεῖσθαί φησι καὶ τὸ γένος Ὠλένιον εἶναι: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 854)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 854)

  • ἀνδρὶ δ ἐρωτικῷ οὐ πρέπει ἀμνημονεῖν ὅτι πάντες οἱ ἐν ὡρ´ᾳ τὸν φιλόπαιδα καὶ ἐρωτικὸν ἁμῇ γέ πῃ δάκνουσί τε καὶ κινοῦσι, δοκοῦντες ἄξιοι εἶναι ἐπιμελείας τε καὶ τοῦ ἀσπάζεσθαι. (Plato, Republic, book 5 593:2)

    (플라톤, Republic, book 5 593:2)

유의어

  1. related to love

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION