ἐρημία
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐρημία
형태분석:
ἐρημι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 황무지, 사막, 황야, 고독
- 적막, 고독, 황폐, 외로움, 쓸쓸함, 황량하게 하기
- 필요, 부족, 요구, 결석, 부재
- a solitude, desert, wilderness
- solitude, loneliness, isolation, desolation, being left alone
- want of, absence, none, freedom from
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εἴ τε γὰρ γεωργὸσ ἦν τισ ἢ ποιμὴν ἢ τῶν κατ̓ ἐρημίαν ἐργάτησ μόχθων, προληφθεὶσ τὴν δυσάλυκτον ἔμενεν ἀνάγκην, (Septuagint, Liber Sapientiae 17:17)
(70인역 성경, 지혜서 17:17)
- καὶ ταῖσ πόλεσί σου ἐρημίαν ποιήσω, καὶ σὺ ἔρημοσ ἔσῃ. καὶ γνώσῃ ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριοσ, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 35:4)
(70인역 성경, 에제키엘서 35:4)
- ἐρημίαν αἰώνιον θήσομαί σε, καὶ αἱ πόλεισ σου οὐ μὴ κατοικηθῶσιν ἔτι. καὶ γνώσῃ ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριοσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 35:9)
(70인역 성경, 에제키엘서 35:9)
- ὅμωσ δ’ οὖν οἱ παριόντεσ εἰσ τὸν νεὼν οὔτε τὸν ἐξ Ἰνδῶν ἐλέφαντα ἔτι οἰόνται ὁρᾶν οὔτε τὸ ἐκ τῆσ Θρᾴκησ μεταλλευθὲν χρυσίον ἀλλ’ αὐτὸν τὸν Κρόνου καὶ Ῥέασ, εἰσ τὴν γῆν ὑπὸ Φειδίου μετῳκισμένον καὶ τὴν Πισαίων ἐρημίαν ἐπισκοπεῖν κεκελευσμένον, ἀγαπῶντα εἰ διὰ πέντε ὅλων ἐτῶν θύσει τισ αὐτῷ πάρεργον Ὀλυμπίων. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 11:3)
(루키아노스, De sacrificiis, (no name) 11:3)
- καίτοι Σωκράτει μὲν ἀπέχρησε πλάτανοσ εὐφυὴσ καὶ πόα εὐθαλὴσ καὶ πηγὴ διαυγὴσ μικρὸν ἀπὸ τοῦ Ἰλισσοῦ, κἀνταῦθα καθεζόμενοσ Φαίδρου τε τοῦ Μυρρινουσίου κατειρωνεύετο καὶ τὸν Λυσίου τοῦ Κεφάλου λόγον διήλεγχε καὶ τὰσ Μούσασ ἐκάλει, καὶ ἐπίστευεν ἥξειν αὐτὰσ ἐπὶ τὴν ἐρημίαν συλληψομένασ τῶν περὶ τοῦ ἔρωτοσ λόγων, καὶ οὐκ ᾐσχύνετο γέρων ἄνθρωποσ παρακαλῶν παρθένουσ συνᾳσομένασ τὰ παιδεραστικά. (Lucian, De Domo, (no name) 4:6)
(루키아노스, De Domo, (no name) 4:6)