Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐργατικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐργατικός ἐργατική ἐργατικόν

Structure: ἐργατικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. given to labour, diligent, active, activity, advantageously

Examples

  • ἐπίβλημα δὲ τῶν ποικίλων Βαβυλώνιον ἐκ κληρονομίασ κτησάμενοσ εὐθὺσ ἀποδόσθαι, τῶν δὲ ἐπαύλεων αὐτοῦ μηδεμίαν εἶναι κεκονιαμένην, οὐδένα δὲ πώποτε πρίασθαι δοῦλον ὑπὲρ τὰσ χιλίασ δραχμὰσ καὶ πεντακοσίασ, ὡσ ἂν οὐ τρυφερῶν οὐδ’ ὡραίων, ἀλλ’ ἐργατικῶν καὶ στερεῶν, οἱο͂ν ἱπποκόμων καὶ βοηλατῶν, δεόμενοσ καὶ τούτουσ δὲ πρεσβυτέρουσ γενομένουσ ᾤετο δεῖν ἀποδίδοσθαι καὶ μὴ βόσκειν ἀχρήστουσ. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 4 4:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION