- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐργάτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: ergatēs 고전 발음: [가떼:] 신약 발음: [가떼]

기본형: ἐργάτης ἐργάτου

형태분석: ἐργατ (어간) + ης (어미)

  1. 노동자, 숙련공
  1. workman

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐργάτης

노동자가

ἐργάτα

노동자들이

ἐργάται

노동자들이

속격 ἐργάτου

노동자의

ἐργάταιν

노동자들의

ἐργατῶν

노동자들의

여격 ἐργάτῃ

노동자에게

ἐργάταιν

노동자들에게

ἐργάταις

노동자들에게

대격 ἐργάτην

노동자를

ἐργάτα

노동자들을

ἐργάτας

노동자들을

호격 ἐργάτα

노동자야

ἐργάτα

노동자들아

ἐργάται

노동자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴ τε γὰρ γεωργὸς ἦν τις ἢ ποιμὴν ἢ τῶν κατ᾿ ἐρημίαν ἐργάτης μόχθων, προληφθεὶς τὴν δυσάλυκτον ἔμενεν ἀνάγκην, (Septuagint, Liber Sapientiae 17:17)

    (70인역 성경, 지혜서 17:17)

  • Ζωὴ αὐτάρκους ἐργάτου γλυκανθήσεται, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα ὁ εὑρίσκων θησαυρόν. (Septuagint, Liber Sirach 40:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 40:18)

  • δούλων δὲ εἴδη δύο, ἐπίτροπος καὶ ἐργάτης. (Aristotle, Economics, Book 1 24:4)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 1 24:4)

  • ὁμιλία δὲ πρὸς δούλους ὡς μήτε ὑβρίζειν ἐᾶν μήτε ἀνιᾶν, καὶ τοῖς μὲν ἐλευθεριωτέροις τιμῆς μεταδιδόναι, τοῖς δ ἐργάταις τροφῆς πλῆθος. (Aristotle, Economics, Book 1 25:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 1 25:1)

  • "δίδασκε παραλαβὼν λίθων ἐργάτην ἀγαθὸν εἶναι καὶ συναρμοστὴν καὶ ἑρμογλυφέα: (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 2:2)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 2:2)

  • ΕΡΓΑΤΗΣ μέθυσος οὐ πλουτισθήσεται. ὁ ἐξουθενῶν τὰ ὀλίγα κατὰ μικρὸν πεσεῖται. (Septuagint, Liber Sirach 19:1)

    (70인역 성경, Liber Sirach 19:1)

  • "οὐδὲν γὰρ ὅτι μὴ ἐργάτης ἔσῃ τῷ σώματι πονῶν κἀν τούτῳ τὴν ἅπασαν ἐλπίδα τοῦ βίου τεθειμένος, ἀφανὴς μὲν αὐτὸς ὤν, ὀλίγα καὶ ἀγεννῆ λαμβάνων, ταπεινὸς τὴν γνώμην, εὐτελὴς δὲ τὴν πρόοδον, οὔτε φίλοις ἐπιδικάσιμος οὔτε ἐχθροῖς φοβερὸς οὔτε τοῖς πολίταις ζηλωτός, ἀλλ αὐτὸ μόνον ἐργάτης καὶ τῶν ἐκ τοῦ πολλοῦ δήμου εἷς, ἀεὶ τὸν προὔχοντα ὑποπτήσσων καὶ τὸν λέγειν δυνάμενον θεραπεύων, λαγὼ βίον ζῶν καὶ τοῦ κρείττονος ἑρ´μαιον ὤν: (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 7:16)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 7:16)

유의어

  1. 노동자

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION