ἐπισκοπή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπισκοπή
형태분석:
ἐπισκοπ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 처벌, 체벌
- 업무, 판공실, 사무실
- a watching over, visitation
- the office of, an office
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καθ ἑκάστην δὲ ἡμέραν περιεπάτει ὁ Μαρδοχαῖοσ κατὰ τὴν αὐλὴν τὴν γυναικείαν ἐπισκοπῶν τί Ἐσθὴρ συμβήσεται. (Septuagint, Liber Esther 2:11)
(70인역 성경, 에스테르기 2:11)
- τοῦ μὲν δὴ σώματοσ ταῦτά τισ ἂν δοκεῖ μοι ἐπισκοπῶν ἀποχρῶντα τεκμήρια ποιεῖσθαι ἐσ γενναιότητα, καὶ τὰ ἐναντία τοῦ ἐναντίου. (Arrian, Cynegeticus, chapter 6 3:1)
(아리아노스, Cynegeticus, chapter 6 3:1)
- σὺ δ’ οὖν, ὦ ἄριστε Τιμόκλεισ, αὐτὸσ ἤδη ἀκριβῶσ ἐπισκοπῶν ἕκαστα ἐννόησον, εἴ σοι καλῶσ ἔχει παρελθόντα εἰσ τὴν εἰκόνα κατὰ ταύτασ τὰσ θύρασ ἐκείνησ τῆσ ἔμπαλιν αἰσχρῶσ οὕτωσ ἐκπεσεῖν. (Lucian, De mercede, (no name) 42:12)
(루키아노스, De mercede, (no name) 42:12)
- παρὰ γὰρ δὴ τούτοισ μάλιστα εὑρ́ισκον ἐπισκοπῶν τὴν ἄγνοιαν καὶ τὴν ἀπορίαν πλείονα, ὥστε μοι τάχιστα χρυσοῦν ἀπέδειξαν οὗτοι τὸν τῶν ἰδιωτῶν τοῦτον βίον. (Lucian, Necyomantia, (no name) 4:2)
(루키아노스, Necyomantia, (no name) 4:2)
- ἔπειτα δὲ κατά μέροσ ἐπισκοπῶν πολὺ μᾶλλον ἀπορεῖν ἠναγκαζόμην τούσ τε γὰρ ἀστέρασ ἑώρων ὡσ ἔτυχε τοῦ οὐρανοῦ διερριμμένουσ καὶ τὸν ἥλιον αὐτὸν τί ποτε ἦν ἄρα ἐπόθουν εἰδέναι· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 4:4)
(루키아노스, Icaromenippus, (no name) 4:4)
- καὶ ἔδωκαν τὸ ἀργύριον τὸ ἑτοιμασθὲν ἐπὶ χεῖρασ ποιούντων τὰ ἔργα τῶν ἐπισκόπων οἴκου Κυρίου, καὶ ἐξέδοσαν τοῖσ τέκτοσι τῶν ξύλων καὶ τοῖσ οἰκοδόμοισ τοῖσ ποιοῦσιν ἐν οἴκῳ Κυρίου (Septuagint, Liber II Regum 12:12)
(70인역 성경, 열왕기 하권 12:12)
- καὶ ἐχώνευσαν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ ἔδωκαν ἐπὶ χεῖρα τῶν ἐπισκόπων καὶ ἐπὶ χεῖρα τῶν ποιούντων τὴν ἐργασίαν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 34:17)
(70인역 성경, 역대기 하권 34:17)
유의어
-
처벌
-
업무
- τελωνία (업무, 판공실)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- πωλητήριον (the office of the)
- πρόεδρος (the, in office)
- προεδρία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- τιμή (high office)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- πρᾶξις (업무, 일, 상업)
- χιλιαρχία (the office or post)
- ταγεία (the office or rank of)
- λοχαγία (the rank or office of)
- τόπος (자리, 공직)
- ἀρχίδιον (a petty office, petty officer)
- βιβλιοθήκη (records office)
- ἐξουσίᾱ (제목, 표제, 업무)
- θᾶκος (a chair of office)
- σπουδαρχία (canvassing for office)
- ἱεροφαντία (the office of hierophant)
- ταμιεία (the office of paymaster)
- γυμνασιαρχία (the office of a gymnasiarch)