ἐπισκοπή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπισκοπή
형태분석:
ἐπισκοπ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 처벌, 체벌
- 업무, 판공실, 사무실
- a watching over, visitation
- the office of, an office
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ εἶπεν Ἰωσήφ τοῖσ ἀδελφοῖσ αὐτοῦ λέγων. ἐγὼ ἀποθνήσκω. ἐπισκοπῇ δὲ ἐπισκέψεται ὁ Θεὸσ ὑμᾶσ καὶ ἀνάξει ὑμᾶσ ἐκ τῆσ γῆσ ταύτησ εἰσ τὴν γῆν, ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸσ τοῖσ πατράσιν ἡμῶν, Ἁβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. (Septuagint, Liber Genesis 50:24)
(70인역 성경, 창세기 50:24)
- καὶ ὥρκισεν Ἰωσὴφ τοὺσ υἱοὺσ Ἰσραὴλ λέγων. ἐν τῇ ἐπισκοπῇ, ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸσ ὑμᾶσ, καὶ συνανοίσετε τὰ ὀστᾶ μου ἐντεῦθεν μεθ̓ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Genesis 50:25)
(70인역 성경, 창세기 50:25)
- ἐλθὼν οὖν συνάγαγε τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖσ πρὸσ αὐτούσ. Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῶν πατέρων ἡμῶν ὦπταί μοι, Θεὸσ Ἀβραὰμ καὶ Θεὸσ Ἰσαὰκ καὶ Θεὸσ Ἰακώβ, λέγων. ἐπισκοπῇ ἐπέσκεμμαι ὑμᾶσ καὶ ὅσα συμβέβηκεν ὑμῖν ἐν Αἰγύπτῳ. (Septuagint, Liber Exodus 3:16)
(70인역 성경, 탈출기 3:16)
- καὶ ἔλαβε Μωυσῆσ τὰ ὀστᾶ Ἰωσὴφ μεθ̓ ἑαυτοῦ. ὅρκῳ γὰρ ὥρκισε τοὺσ υἱοὺσ Ἰσραὴλ λέγων. ἐπισκοπῇ ἐπισκέψεται ὑμᾶσ Κύριοσ καὶ συνανοίσετέ μου τὰ ὀστᾶ ἐντεῦθεν μεθ̓ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Exodus 13:19)
(70인역 성경, 탈출기 13:19)
- ἐὰν λάβῃσ τὸν συλλογισμὸν τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἐπισκοπῇ αὐτῶν, καὶ δώσουσιν ἕκαστοσ λύτρα τῆσ ψυχῆσ αὐτοῦ Κυρίῳ, καὶ οὐκ ἔσται ἐν αὐτοῖσ πτῶσισ ἐν τῇ ἐπισκοπῇ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Exodus 30:12)
(70인역 성경, 탈출기 30:12)
유의어
-
처벌
-
업무
- τελωνία (업무, 판공실)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- πωλητήριον (the office of the)
- πρόεδρος (the, in office)
- προεδρία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- τιμή (high office)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- πρᾶξις (업무, 일, 상업)
- χιλιαρχία (the office or post)
- ταγεία (the office or rank of)
- λοχαγία (the rank or office of)
- τόπος (자리, 공직)
- ἀρχίδιον (a petty office, petty officer)
- βιβλιοθήκη (records office)
- ἐξουσίᾱ (제목, 표제, 업무)
- θᾶκος (a chair of office)
- σπουδαρχία (canvassing for office)
- ἱεροφαντία (the office of hierophant)
- ταμιεία (the office of paymaster)
- γυμνασιαρχία (the office of a gymnasiarch)