헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπισκοπή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπισκοπή

형태분석: ἐπισκοπ (어간) + η (어미)

  1. 처벌, 체벌
  2. 업무, 판공실, 사무실
  1. a watching over, visitation
  2. the office of, an office

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπισκοπή

처벌이

ἐπισκοπᾱ́

처벌들이

ἐπισκοπαί

처벌들이

속격 ἐπισκοπῆς

처벌의

ἐπισκοπαῖν

처벌들의

ἐπισκοπῶν

처벌들의

여격 ἐπισκοπῇ

처벌에게

ἐπισκοπαῖν

처벌들에게

ἐπισκοπαῖς

처벌들에게

대격 ἐπισκοπήν

처벌을

ἐπισκοπᾱ́

처벌들을

ἐπισκοπᾱ́ς

처벌들을

호격 ἐπισκοπή

처벌아

ἐπισκοπᾱ́

처벌들아

ἐπισκοπαί

처벌들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί δ’ εἴ τισ τοῦ Ἡρακλέουσ τὰ τόξα κτήσαιτο μὴ Φιλοκτήτησ ὢν ὡσ δύνασθαι ἐντείνασθαί τε αὐτὰ καὶ ἐπίσκοπα τοξεῦσαι; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 5:7)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 5:7)

  • ἡ δευτέρα δὲ ἐπέλασισ σὺν δυοῖν λόγχαιν γίγνεται, καὶ ταύτασ χρὴ ἐξακοντίσαι ὀρθῷ ἐπελαύνοντα τῷ ἵππῳ ὡσ μάλιστα οἱο͂́ν τε ἐπίσκοπα. (Arrian, chapter 41 6:1)

    (아리아노스, chapter 41 6:1)

  • ὁποῖα νίκησ μὴ κακῆσ ἐπίσκοπα, καὶ ταῦτα γῆθεν ἔκ τε ποντίασ δρόσου ἐξ οὐρανοῦ τε· (Aeschylus, Eumenides, episode14)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode14)

  • νῦν δέ μοι εἰπέ, τίνα εἶδεσ ἤδη πάντων ἀνθρώπων οὕτω ἐπίσκοπα τοξεύοντα; (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 35 5:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 35 5:1)

유의어

  1. 처벌

  2. 업무

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION