Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔνυδρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἔνυδρος ἔνυδρον

Structure: ἐνυδρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: u(/dwr

Sense

  1. with water in it, holding water, well watered, provided with water
  2. of water, watery
  3. living in or by water

Examples

  • τότε δὴ τότε φαεν‐ νὰσ ἄστρων μετέβασ’ ὁδοὺσ Ζεὺσ καὶ φέγγοσ ἀελίου λευκόν τε πρόσωπον ἀ‐ οῦσ, τὰ δ’ ἕσπερα νῶτ’ ἐλαύ‐ νει θερμᾷ φλογὶ θεοπύρῳ, νεφέλαι δ’ ἔνυδροι πρὸσ ἄρ‐ κτον, ξηραί τ’ Ἀμμωνίδεσ ἕ‐ δραι φθίνουσ’ ἀπειρόδροσοι, καλλίστων ὄμβρων Διόθεν στερεῖσαι. (Euripides, choral, strophe 21)
  • χαῖρ’, ὦ μέλαθρον ξύμφρουρον ἐμοί, νύμφαι τ’ ἔνυδροι λειμωνιάδεσ, καὶ κτύποσ ἄρσην πόντου προβολῆσ, οὗ πολλάκι δὴ τοὐμὸν ἐτέγχθη κρᾶτ’ ἐνδόμυχον πληγαῖσι νότου, πολλὰ δὲ φωνῆσ τῆσ ἡμετέρασ Ἑρμαῖον ὄροσ παρέπεμψεν ἐμοὶ στόνον ἀντίτυπον χειμαζομένῳ. (Sophocles, Philoctetes, episode, anapests6)

Synonyms

  1. with water in it

  2. of water

  3. living in or by water

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION