Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνστρέφω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐνστρέφω ἐνστρέψω

Structure: ἐν (Prefix) + στρέφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to turn in, to turn or move in
  2. to visit

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓στρεφω έ̓στρεφεις έ̓στρεφει
Dual έ̓στρεφετον έ̓στρεφετον
Plural έ̓στρεφομεν έ̓στρεφετε έ̓στρεφουσιν*
SubjunctiveSingular έ̓στρεφω έ̓στρεφῃς έ̓στρεφῃ
Dual έ̓στρεφητον έ̓στρεφητον
Plural έ̓στρεφωμεν έ̓στρεφητε έ̓στρεφωσιν*
OptativeSingular έ̓στρεφοιμι έ̓στρεφοις έ̓στρεφοι
Dual έ̓στρεφοιτον ἐστρε͂φοιτην
Plural έ̓στρεφοιμεν έ̓στρεφοιτε έ̓στρεφοιεν
ImperativeSingular έ̓στρεφε ἐστρε͂φετω
Dual έ̓στρεφετον ἐστρε͂φετων
Plural έ̓στρεφετε ἐστρε͂φοντων, ἐστρε͂φετωσαν
Infinitive έ̓στρεφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐστρεφων ἐστρεφοντος ἐστρεφουσα ἐστρεφουσης ἐστρεφον ἐστρεφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓στρεφομαι έ̓στρεφει, έ̓στρεφῃ έ̓στρεφεται
Dual έ̓στρεφεσθον έ̓στρεφεσθον
Plural ἐστρε͂φομεθα έ̓στρεφεσθε έ̓στρεφονται
SubjunctiveSingular έ̓στρεφωμαι έ̓στρεφῃ έ̓στρεφηται
Dual έ̓στρεφησθον έ̓στρεφησθον
Plural ἐστρε͂φωμεθα έ̓στρεφησθε έ̓στρεφωνται
OptativeSingular ἐστρε͂φοιμην έ̓στρεφοιο έ̓στρεφοιτο
Dual έ̓στρεφοισθον ἐστρε͂φοισθην
Plural ἐστρε͂φοιμεθα έ̓στρεφοισθε έ̓στρεφοιντο
ImperativeSingular έ̓στρεφου ἐστρε͂φεσθω
Dual έ̓στρεφεσθον ἐστρε͂φεσθων
Plural έ̓στρεφεσθε ἐστρε͂φεσθων, ἐστρε͂φεσθωσαν
Infinitive έ̓στρεφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐστρεφομενος ἐστρεφομενου ἐστρεφομενη ἐστρεφομενης ἐστρεφομενον ἐστρεφομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • σπαργώντων δὲ πολλῶν πρὸσ τὴν ἐπαρχίαν καὶ Κέθηγον ὡσ δυνατώτατον ὄντα διαπράξασθαι θεραπευόντων, αὐτῆσ μὲν ὁ Λούκουλλοσ Κιλικίασ οὐ πολὺν εἶχε λόγον, οἰόμενοσ δ’, εἰ λάβοι ταύτην, ἐγγὺσ οὔσησ Καππαδοκίασ, ἄλλον οὐδένα πεμφθήσεσθαι πολεμήσοντα Μιθριδάτῃ, πᾶσαν ἔστρεφε μηχανὴν ὑπὲρ τοῦ μὴ προέσθαι τὴν ἐπαρχίαν ἑτέρῳ. (Plutarch, Lucullus, chapter 6 1:2)
  • οὕτω Σωκράτησ Ἀλκιβιάδην ἐκόλουε, καὶ δάκρυον ἐξῆγεν ἀληθινὸν ἐξελεγχομένου καὶ τὴν καρδίαν ἔστρεφε. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 29 2:2)
  • γνοὺσ δὲ ἡμᾶσ ὁ Εὐθύδημοσ ἐκπεπληγμένουσ, ἵν’ ἔτι μᾶλλον θαυμάζοιμεν αὐτόν, οὐκ ἀνίει τὸ μειράκιον, ἀλλ’ ἠρώτα, καὶ ὥσπερ οἱ ἀγαθοὶ ὀρχησταί, διπλᾶ ἔστρεφε τὰ ἐρωτήματα περὶ τοῦ αὐτοῦ, καὶ ἔφη· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 57:3)
  • ἀλλ’ οὐδ’ ὧσ Μενελάου ἐφημοσύνησ ἀμέλησε, βῆ δὲ θέειν, τὰ δὲ τεύχε’ ἀμύμονι δῶκεν ἑταίρῳ Λαοδόκῳ, ὅσ οἱ σχεδὸν ἔστρεφε μώνυχασ ἵππουσ. (Homer, Iliad, Book 17 74:3)

Synonyms

  1. to turn in

  2. to visit

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION