ἐνοικέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐνοικέω
ἐνοικήσω
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
οἰκέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 살다, 거주하다, 둔치다
- to dwell in, gave, to dwell in
- to inhabit, the inhabitants
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐκλείψειν ποιήσω ἐκ πόλεων Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ φωνὴν εὐφροσύνησ καὶ φωνὴν χαρμοσύνησ, φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφησ, καὶ ἔσται πᾶσα ἡ γῆ εἰσ ἄβατον ἀπὸ ἐνοικούντων. (Septuagint, Liber Baruch 2:23)
(70인역 성경, 바룩서 2:23)
- τὸ τελευταῖον δὲ ἤδη ὑπέργηρωσ ὢν ἄκλητοσ εἰσ ἣν τύχοι παριὼν οἰκίαν ἐδείπνει καὶ ἐκάθευδε, τῶν ἐνοικούντων θεοῦ τινα ἐπιφάνειαν ἡγουμένων τὸ πρᾶγμα καί τινα ἀγαθὸν δαίμονα εἰσεληλυθέναι αὐτοῖσ εἰσ τὴν οἰκίαν. (Lucian, (no name) 63:3)
(루키아노스, (no name) 63:3)
- ἑώρων γὰ[ρ τὴν μὲν π]όλιν τῶν Θηβαίων οἰκτ[ρῶσ ἠφα]νισμένην ἐξ ἀνθρώπων, [τὴν δὲ ἀ]κρόπολιν αὐτῆσ φρουρου[μένην] ὑπὸ τῶν Μακεδόνων, τὰ δὲ σώματα τῶν ἐνοικούντων ἐξηνδραποδισμένα, τὴν δὲ χώραν ἄλλουσ διανεμομένουσ, ὥστε πρὸ ὀφθαλμῶν ὁρώμενα αὐτοῖσ τὰ δεινὰ ἀόκνον π[αρ]εῖχε τόλμα<ν> εἰσ τὸ κινδυνεύειν [πρ]οχείρωσ. (Hyperides, Speeches, <[E)pita/fios]> 17:2)
(히페레이데스, Speeches, <[E)pita/fios]> 17:2)
- ὁσάκισ γοῦν ἐν αὐταῖσ διέτριβον οὐδὲ τῆσ περὶ τὸ σῶμα φυλακῆσ ἐποιούμην πρόνοιαν, πεῖραν παρὰ τῶν ἐνοικούντων τῆσ πρόσ με πίστεωσ λαβὼν πολλάκισ. (Flavius Josephus, 192:1)
(플라비우스 요세푸스, 192:1)
- προσκυνήσαντεσ δ’ οὖν καὶ προσευξάμενοι περὶ τῶν μελλόντων ἐσκοποῦμεν, καὶ τοῖσ μὲν ἐδόκει ἐπιβᾶσιν μόνον αὖθισ ὀπίσω ἀναστρέφειν, τοῖσ δὲ τὸ μὲν πλοῖον αὐτοῦ καταλιπεῖν, ἀνελθόντασ δὲ ἐσ τὴν μεσόγαιαν πειραθῆναι τῶν ἐνοικούντων. (Lucian, Verae Historiae, book 2 47:3)
(루키아노스, Verae Historiae, book 2 47:3)
파생어
- ἀποικέω (이주하다, 이민하다, 쫓아내다)
- διοικέω (관리하다, 지배하다, 통치하다)
- εἰσοικέω (개척하다, 정착하다)
- ἐξοικέω (이주하다, 이민하다)
- ἐποικέω (개척하다, 정착하다)
- κατοικέω (개척하다, 정착하다, 살다)
- μετοικέω (개척하다, 정착하다)
- οἰκέω (살다, 거주하다, 개척하다)
- παροικέω (인접하다, 이웃하다, 접하다)
- περιοικέω (to dwell round)
- προδιοικέω (명령하다, 지배하다, 통치하다)
- προεποικέω (to colonise before)
- προσοικέω (to dwell by or near, neighbouring tribes, to dwell in or near)
- προσσυνοικέω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- συνοικέω (to dwell together, to live with, to live together)
- ὑπεροικέω (to dwell above or beyond)
- ὑποικέω (불명확하다)