ἐνοικέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐνοικέω
ἐνοικήσω
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
οἰκέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 살다, 거주하다, 둔치다
- to dwell in, gave, to dwell in
- to inhabit, the inhabitants
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἄπαισ δὲ ὅστισ ἂν τοιαύταισ συμφοραῖσ περιπέσῃ, τοὺσ συγγενεῖσ συνελθόντασ μέχρι ἀνεψιῶν παίδων τοῦ πεφευγότοσ ἀμφοτέρωθεν, πρόσ τε ἀνδρῶν καὶ πρὸσ γυναικῶν, κληρονόμον εἰσ τὸν οἶκον τοῦτον τῇ πόλει τετταρακοντακαιπεντακισχιλιοστὸν καταστῆσαι βουλευομένουσ μετὰ νομοφυλάκων καὶ ἱερέων, διανοηθέντασ τρόπῳ καὶ λόγῳ τοιῷδε, ὡσ οὐδεὶσ οἶκοσ τῶν τετταράκοντα καὶ πεντακισχιλίων τοῦ ἐνοικοῦντόσ ἐστιν οὐδὲ σύμπαντοσ τοῦ γένουσ οὕτωσ ὡσ τῆσ πόλεωσ δημόσιόσ τε καὶ ἴδιοσ· (Plato, Laws, book 9 157:4)
(플라톤, Laws, book 9 157:4)
- ὡσ δ’ αὕτωσ καὶ ξένου ἀπείργοιτο εἴτε πάλαι ἐνοικοῦντοσ εἴτε νεήλυδοσ ἀφιγμένου· (Plato, Laws, book 9 172:1)
(플라톤, Laws, book 9 172:1)
- εἰ δὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἐγείραντοσ τὸν Ιἠσοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρασ ἐκ νεκρῶν Χριστὸν Ιἠσοῦν ζωοποιήσει [καὶ] τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τοῦ ἐνοικοῦντοσ αὐτοῦ πνεύματοσ ἐν ὑμῖν. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 218:1)
(PROS RWMAIOUS, chapter 1 218:1)
- τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ πνεύματοσ ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντοσ ἐν ἡμῖν. (PROS TIMOQEON B, chapter 1 16:1)
(PROS TIMOQEON B, chapter 1 16:1)
파생어
- ἀποικέω (이주하다, 이민하다, 쫓아내다)
- διοικέω (관리하다, 지배하다, 통치하다)
- εἰσοικέω (개척하다, 정착하다)
- ἐξοικέω (이주하다, 이민하다)
- ἐποικέω (개척하다, 정착하다)
- κατοικέω (개척하다, 정착하다, 살다)
- μετοικέω (개척하다, 정착하다)
- οἰκέω (살다, 거주하다, 개척하다)
- παροικέω (인접하다, 이웃하다, 접하다)
- περιοικέω (to dwell round)
- προδιοικέω (명령하다, 지배하다, 통치하다)
- προεποικέω (to colonise before)
- προσοικέω (to dwell by or near, neighbouring tribes, to dwell in or near)
- προσσυνοικέω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- συνοικέω (to dwell together, to live with, to live together)
- ὑπεροικέω (to dwell above or beyond)
- ὑποικέω (불명확하다)