Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔμμετρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἔμμετρος ἔμμετρον

Structure: ἐμμετρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)n, me/tron

Sense

  1. in measure, proportioned, suitable, moderate
  2. in metre, metrical

Examples

  • "Ἀλυρίου τοίνυν καὶ Ἡροδότου καὶ Φιλοχόρου καὶ Ἴστρου, τῶν μάλιστα τὰσ ἐμμέτρουσ μαντείασ φιλοτιμηθέντων συναγαγεῖν, ἄνευ μέτρου χρησμοὺσ γεγραφότων, Θεόπομποσ οὐδενὸσ ἧττον ἀνθρώπων ἐσπουδακὼσ περὶ· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 1916)
  • Ἀριστοτέλησ δ’ ἐν τῷ περὶ Ποιητῶν οὕτωσ γράφει οὐκοῦν οὐδὲ ἐμμέτρουσ ὄντασ τοὺσ καλουμένουσ Σώφρονοσ μίμουσ μὴ φῶμεν εἶναι λόγουσ, ἢ μὴ μιμήσεισ τοὺσ Ἀλεξαμενοῦ τοῦ Τηίου τοὺσ πρώτουσ γραφέντασ τῶν Σωκρατικῶν λόγουσ ἄντικρυσ φάσκων ὁ πολυμαθέστατοσ Ἀριστοτέλησ πρὸ Πλάτωνοσ διαλόγουσ γεγραφέναι τὸν Ἀλεξαμενόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 112 5:1)
  • ἐμμέτρουσ δὲ χρησμοὺσ ᾄδουσαν ὑπὸ τῶν Λατίνων Καρμένταν ὀνομάζεσθαι· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 56 1:1)
  • τὴν δὲ, Καρμένταν οἱ μὲν Εὐάνδρου μητέρα λέγουσιν οὖσαν ἐλθεῖν εἰσ Ἰταλίαν ὀνομαζομένην Θέμιν, ὡσ δ’ ἔνιοι, Νικοστράτην ἐμμέτρουσ δὲ χρησμοὺσ ᾄδουσαν ὑπὸ τῶν Λατίνων Καρμένταν ὀνομάζεσθαι· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 56 1:2)
  • γενόμενοι δὲ τοιοῦτοι πρὸσ τὰσ ἐπῳδοὺσ καὶ ἐμμέτρουσ μάλιστα φωνὰσ ἐκφέρονται. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 5:3)

Synonyms

  1. in metre

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION