Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔμμετρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἔμμετρος ἔμμετρον

Structure: ἐμμετρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)n, me/tron

Sense

  1. in measure, proportioned, suitable, moderate
  2. in metre, metrical

Examples

  • ὃσ δ̓ ἂν ἔμμετρα πίνῃ, ἱλαρώτεροσ μὲν καὶ ἡδίων γένοιτ̓ ἄν· (Lucian, Dialogi deorum, 4:4)
  • "τί γάρ σοι, ὦ Τυχιάδη, περὶ τῶν τοιούτων δοκεῖ, λέγω δὴ χρησμῶν καὶ θεσφάτων καὶ ὅσα θεοφορούμενοί τινεσ ἀναβοῶσιν ἢ ἐξ ἀδύτων ἀκούεται ἢ παρθένοσ ἔμμετρα φθεγγομένη προθεσπίζει τὰ μέλλοντα; (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 30:2)
  • ἀνέξεσθε δέ, εἰ μὴ ἔμμετρα λέγοιμι. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 30:9)
  • Κλεάνθησ δὲ ὁ Ταραντῖνοσ, ὥσ φησι Κλέαρχοσ, πάντα παρὰ τοὺσ πότουσ ἔμμετρα ἔλεγε, καὶ Πάμφιλοσ δὲ ὁ Σικελόσ, ὡσ ταῦτα· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 6 3:1)
  • "τὸ χρηστήριον, ἰσχυρῶσ ἐπιτετίμηκε τοῖσ μὴ νομίζουσι κατὰ τὸν τότε χρόνον ἔμμετρα τὴν Πυθίαν θεσπίζειν· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 1917)

Synonyms

  1. in metre

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION