헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμβάπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐμβάπτω ἐμβάψω

형태분석: ἐμ (접두사) + βάπτ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)n

  1. to dip in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμβάπτω

ἐμβάπτεις

ἐμβάπτει

쌍수 ἐμβάπτετον

ἐμβάπτετον

복수 ἐμβάπτομεν

ἐμβάπτετε

ἐμβάπτουσιν*

접속법단수 ἐμβάπτω

ἐμβάπτῃς

ἐμβάπτῃ

쌍수 ἐμβάπτητον

ἐμβάπτητον

복수 ἐμβάπτωμεν

ἐμβάπτητε

ἐμβάπτωσιν*

기원법단수 ἐμβάπτοιμι

ἐμβάπτοις

ἐμβάπτοι

쌍수 ἐμβάπτοιτον

ἐμβαπτοίτην

복수 ἐμβάπτοιμεν

ἐμβάπτοιτε

ἐμβάπτοιεν

명령법단수 ἐμβάπτε

ἐμβαπτέτω

쌍수 ἐμβάπτετον

ἐμβαπτέτων

복수 ἐμβάπτετε

ἐμβαπτόντων, ἐμβαπτέτωσαν

부정사 ἐμβάπτειν

분사 남성여성중성
ἐμβαπτων

ἐμβαπτοντος

ἐμβαπτουσα

ἐμβαπτουσης

ἐμβαπτον

ἐμβαπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμβάπτομαι

ἐμβάπτει, ἐμβάπτῃ

ἐμβάπτεται

쌍수 ἐμβάπτεσθον

ἐμβάπτεσθον

복수 ἐμβαπτόμεθα

ἐμβάπτεσθε

ἐμβάπτονται

접속법단수 ἐμβάπτωμαι

ἐμβάπτῃ

ἐμβάπτηται

쌍수 ἐμβάπτησθον

ἐμβάπτησθον

복수 ἐμβαπτώμεθα

ἐμβάπτησθε

ἐμβάπτωνται

기원법단수 ἐμβαπτοίμην

ἐμβάπτοιο

ἐμβάπτοιτο

쌍수 ἐμβάπτοισθον

ἐμβαπτοίσθην

복수 ἐμβαπτοίμεθα

ἐμβάπτοισθε

ἐμβάπτοιντο

명령법단수 ἐμβάπτου

ἐμβαπτέσθω

쌍수 ἐμβάπτεσθον

ἐμβαπτέσθων

복수 ἐμβάπτεσθε

ἐμβαπτέσθων, ἐμβαπτέσθωσαν

부정사 ἐμβάπτεσθαι

분사 남성여성중성
ἐμβαπτομενος

ἐμβαπτομενου

ἐμβαπτομενη

ἐμβαπτομενης

ἐμβαπτομενον

ἐμβαπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνταῦθα δὴ οὕτω βαρέωσ ἤνεγκε τὸ πάθοσ ὥστε ἀνήλωτο μὲν αὐτῷ ὃ εἰλήφει ὄψον, ὃ δ’ ἔτι αὐτῷ λοιπὸν ἦν τοῦ ἐμβάπτεσθαι, τοῦτό πωσ ὑπὸ τοῦ ἐκπεπλῆχθαί τε καὶ τῇ τύχῃ ὀργίζεσθαι δυσθετούμενοσ ἀνέτρεψεν. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 6:1)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 2 6:1)

유의어

  1. to dip in

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION