헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταβάπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταβάπτω καταβάψω

형태분석: κατα (접두사) + βάπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dip down into

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβάπτω

καταβάπτεις

καταβάπτει

쌍수 καταβάπτετον

καταβάπτετον

복수 καταβάπτομεν

καταβάπτετε

καταβάπτουσιν*

접속법단수 καταβάπτω

καταβάπτῃς

καταβάπτῃ

쌍수 καταβάπτητον

καταβάπτητον

복수 καταβάπτωμεν

καταβάπτητε

καταβάπτωσιν*

기원법단수 καταβάπτοιμι

καταβάπτοις

καταβάπτοι

쌍수 καταβάπτοιτον

καταβαπτοίτην

복수 καταβάπτοιμεν

καταβάπτοιτε

καταβάπτοιεν

명령법단수 καταβάπτε

καταβαπτέτω

쌍수 καταβάπτετον

καταβαπτέτων

복수 καταβάπτετε

καταβαπτόντων, καταβαπτέτωσαν

부정사 καταβάπτειν

분사 남성여성중성
καταβαπτων

καταβαπτοντος

καταβαπτουσα

καταβαπτουσης

καταβαπτον

καταβαπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβάπτομαι

καταβάπτει, καταβάπτῃ

καταβάπτεται

쌍수 καταβάπτεσθον

καταβάπτεσθον

복수 καταβαπτόμεθα

καταβάπτεσθε

καταβάπτονται

접속법단수 καταβάπτωμαι

καταβάπτῃ

καταβάπτηται

쌍수 καταβάπτησθον

καταβάπτησθον

복수 καταβαπτώμεθα

καταβάπτησθε

καταβάπτωνται

기원법단수 καταβαπτοίμην

καταβάπτοιο

καταβάπτοιτο

쌍수 καταβάπτοισθον

καταβαπτοίσθην

복수 καταβαπτοίμεθα

καταβάπτοισθε

καταβάπτοιντο

명령법단수 καταβάπτου

καταβαπτέσθω

쌍수 καταβάπτεσθον

καταβαπτέσθων

복수 καταβάπτεσθε

καταβαπτέσθων, καταβαπτέσθωσαν

부정사 καταβάπτεσθαι

분사 남성여성중성
καταβαπτομενος

καταβαπτομενου

καταβαπτομενη

καταβαπτομενης

καταβαπτομενον

καταβαπτομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to dip down into

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION